συνενδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενδίδω]], [[υποχωρώ]] [[μαζί]] («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῑσθαι τὰς διαλύσεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για μαλακό [[πράγμα]]) [[βουλιάζω]]<br /><b>3.</b> υποτάσσομαι σε [[κάτι]] («συνενδιδόναι ταῑς ἐπιθυμίαις», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνδίδωμι]] «[[υποχωρώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενδίδω]], [[υποχωρώ]] [[μαζί]] («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῑσθαι τὰς διαλύσεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για μαλακό [[πράγμα]]) [[βουλιάζω]]<br /><b>3.</b> υποτάσσομαι σε [[κάτι]] («συνενδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνδίδωμι]] «[[υποχωρώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνενδίδωμι Medium diacritics: συνενδίδωμι Low diacritics: συνενδίδωμι Capitals: ΣΥΝΕΝΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: synendídōmi Transliteration B: synendidōmi Transliteration C: synendidomi Beta Code: sunendi/dwmi

English (LSJ)

A give way also, Str.1.3.5, Plu.Caes.31; give way, D.S.17.43; ἐπιθυμίαις Plu.Per.15.

German (Pape)

[Seite 1014] (s. δίδωμι), mit nachgeben; Diod. Sic. 17, 43; Plut. Pericl. 15.

Greek (Liddell-Scott)

συνενδίδωμι: ἐνδίδω ἢ ὑποχωρῶ ὁμοῦ, τοὺς δ’ ἐκ τῶν πετροβόλων φερομένους λίθους δεχόμενοι μαλακαῖς τισι καὶ συνενδιδούσαις κατασκευαῖς ἐπράϋνον Διόδ. 17. 43, Στράβ. 51, Πλουτ. Καῖσ. 31· ὑπείκειν καὶ συνδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 15.

French (Bailly abrégé)

s’abandonner, se laisser aller à, céder complètement à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνδίδωμι.

Greek Monolingual

Α
1. ενδίδω, υποχωρώ μαζί («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῑσθαι τὰς διαλύσεις», Πλούτ.)
2. (για μαλακό πράγμα) βουλιάζω
3. υποτάσσομαι σε κάτι («συνενδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνδίδωμι «υποχωρώ»].

Greek Monotonic

συνενδίδωμι: μέλ. -δώσω, ενδίδω, υποχωρώ από κοινού, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συνενδίδωμι: идти на уступки, уступать, поддаваться (τινί Plut., Diod.).

Middle Liddell

fut. -δώσω
to give in together, Plut.