επελαύνω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ὁμοῡ" to "ὁμοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπελαύνω]]) [[ελαύνω]]<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι ορμητικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διέρχομαι]], [[διασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάπου]] («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] [[μέταλλο]] σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] με τη βία («[[στέρνα]] θ' ὁμοῡ καὶ χεῑρας ἐπήλασαν»)<br /><b>4.</b> [[εξοκέλλω]], [[πέφτω]] έξω<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]] [[τελευταίος]] («το τε ἡγούμενον τοῦ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να πληρώσει.
|mltxt=(AM [[ἐπελαύνω]]) [[ελαύνω]]<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι ορμητικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διέρχομαι]], [[διασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάπου]] («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] [[μέταλλο]] σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] με τη βία («[[στέρνα]] θ' ὁμοῦ καὶ χεῑρας ἐπήλασαν»)<br /><b>4.</b> [[εξοκέλλω]], [[πέφτω]] έξω<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]] [[τελευταίος]] («το τε ἡγούμενον τοῦ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να πληρώσει.
}}
}}

Revision as of 09:13, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπελαύνω) ελαύνω
1. επιτίθεμαι έφιππος
2. επιτίθεμαι ορμητικά
αρχ.-μσν.
διέρχομαι, διασχίζω
αρχ.
1. οδηγώ κάπου («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», Ηρόδ.)
2. τοποθετώ πάνω σε μια επιφάνεια μέταλλο σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», Ομ. Ιλ.)
3. σπρώχνω με τη βία («στέρνα θ' ὁμοῦ καὶ χεῑρας ἐπήλασαν»)
4. εξοκέλλω, πέφτω έξω
5. παθ. έρχομαι τελευταίος («το τε ἡγούμενον τοῦ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», Ξεν.)
6. αναγκάζω κάποιον να πληρώσει.