ἐπεισπαίω: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισπαίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμώ]], [[μπαίνω]] ορμητικά («ἡμῑν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσκρούω]], [[πέφτω]] [[επάνω]] («τὸν κρατῆρα ἐξέχεεν ἐπεισπαίσας», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εισπαίω]] «[[προσκρούω]]»].
|mltxt=[[ἐπεισπαίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμώ]], [[μπαίνω]] ορμητικά («ἡμῖν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσκρούω]], [[πέφτω]] [[επάνω]] («τὸν κρατῆρα ἐξέχεεν ἐπεισπαίσας», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εισπαίω]] «[[προσκρούω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:55, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπαίω Medium diacritics: ἐπεισπαίω Low diacritics: επεισπαίω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΑΙΩ
Transliteration A: epeispaíō Transliteration B: epeispaiō Transliteration C: epeispaio Beta Code: e)peispai/w

English (LSJ)

A burst in, ἐς τὴν οἰκίαν Ar.Pl.805; εἰς τὰ συμπόσια Com.Adesp.439: abs., Luc.DMeretr.15.1.

German (Pape)

[Seite 912] (s. παίω), noch dazu, hinterher hineischlagen, -stürzen, Archil. frg. 119; vgl. Ath. I, 7 f u. Suid.; ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν Ar. Plut. 804; Luc. D. Meretr. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπαίω: εἰσορμῶ αἰφνιδίως, εἰσπηδῶ, εἰσέρχομαι, ἡμῖν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν οὐδὲν ἠδικηκόσι Ἀριστοφ. Πλ. 805· Μυκονίων δίκην ἐπεισπέπαικεν εἰς τὰ συμπόσια Κωμικ. Ἀνώνυμ. 366· - ἀπολ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 1.

French (Bailly abrégé)

tomber sur, fondre sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσπαίω.

Greek Monolingual

ἐπεισπαίω (Α)
1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά («ἡμῖν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν», Αριστοφ.)
2. προσκρούω, πέφτω επάνω («τὸν κρατῆρα ἐξέχεεν ἐπεισπαίσας», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισπαίω «προσκρούω»].

Greek Monotonic

ἐπεισπαίω: μέλ. -σω, εισβάλλω, εἰς τὴν οἰκίαν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισπαίω: врываться, вторгаться (εἰς τὴν οἰκίαν Arph.) ἐπεισπαίσας Luc. ворвавшись.

Middle Liddell

fut. σω
to burst in, εἰς τὴν οἰκίαν Ar.