διατυπώνω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM διατυπῶ, -όω)<br />[[δίνω]] τύπο (μορφὴ) σε [[σκέψη]], [[ιδέα]] κ.λπ., [[διαμορφώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σημαίνω]], [[δείχνω]], [[εννοώ]] («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε»)<br /><b>2.</b> [[κανονίζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[συμβολίζω]] («οἱ [[δέκα]] ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... [[δεκάδα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέφτομαι]], [[φαντάζομαι]], [[σχηματίζω]] στο [[μυαλό]] μου<br /><b>2.</b> [[παριστώ]], [[εικονίζω]] («ἐπὶ τοῦ ἱεροῡ καλουμένου πυλῶνος διατετύπωται [[παιδίον]] [[μετὰ]] γενέσεως [[σύμβολον]]»)<br /><b>3.</b> [[θεσπίζω]], [[ρυθμίζω]], [[καθορίζω]] («ἡμέραν δ' ευχῶν ἡγεῑσθαι... διετύπου»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] κανονισμένος με [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] δουλειά, [[προσλαμβάνω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>3.</b> (για σφραγίδες) [[είμαι]] χαραγμένος.
|mltxt=(AM διατυπῶ, -όω)<br />[[δίνω]] τύπο (μορφὴ) σε [[σκέψη]], [[ιδέα]] κ.λπ., [[διαμορφώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σημαίνω]], [[δείχνω]], [[εννοώ]] («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε»)<br /><b>2.</b> [[κανονίζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[συμβολίζω]] («οἱ [[δέκα]] ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... [[δεκάδα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέφτομαι]], [[φαντάζομαι]], [[σχηματίζω]] στο [[μυαλό]] μου<br /><b>2.</b> [[παριστώ]], [[εικονίζω]] («ἐπὶ τοῦ ἱεροῡ καλουμένου πυλῶνος διατετύπωται [[παιδίον]] [[μετὰ]] γενέσεως [[σύμβολον]]»)<br /><b>3.</b> [[θεσπίζω]], [[ρυθμίζω]], [[καθορίζω]] («ἡμέραν δ' ευχῶν ἡγεῖσθαι... διετύπου»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] κανονισμένος με [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] δουλειά, [[προσλαμβάνω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>3.</b> (για σφραγίδες) [[είμαι]] χαραγμένος.
}}
}}

Revision as of 12:15, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM διατυπῶ, -όω)
δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω
μσν.
1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε»)
2. κανονίζω, προετοιμάζω
3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα»)
μσν.-αρχ.
1. σκέφτομαι, φαντάζομαι, σχηματίζω στο μυαλό μου
2. παριστώ, εικονίζω («ἐπὶ τοῦ ἱεροῡ καλουμένου πυλῶνος διατετύπωται παιδίον μετὰ γενέσεως σύμβολον»)
3. θεσπίζω, ρυθμίζω, καθορίζω («ἡμέραν δ' ευχῶν ἡγεῖσθαι... διετύπου»)
4. παθ. είμαι κανονισμένος με συμφωνία
αρχ.
1. δίνω δουλειά, προσλαμβάνω κάποιον
2. δείχνω, παρουσιάζω
3. (για σφραγίδες) είμαι χαραγμένος.