έρεβος: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α ἔρεβος)<br />βαθύτατο [[σκοτάδι]], απόλυτη [[έλλειψη]] φωτός<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σκοτεινός]] [[τόπος]] που υπάρχει [[κάτω]] από τη γη, από τον οποίο περνούσαν οι νεκροί για να πάνε στον Αδη<br /><b>2.</b> το απόλυτο [[σκοτάδι]] στον βυθό της θάλασσας («ἔρεβος ὕφαλον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γρίφος]], [[μυστήριο]] («[[φέγγος]] μέν | |mltxt=το (Α ἔρεβος)<br />βαθύτατο [[σκοτάδι]], απόλυτη [[έλλειψη]] φωτός<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σκοτεινός]] [[τόπος]] που υπάρχει [[κάτω]] από τη γη, από τον οποίο περνούσαν οι νεκροί για να πάνε στον Αδη<br /><b>2.</b> το απόλυτο [[σκοτάδι]] στον βυθό της θάλασσας («ἔρεβος ὕφαλον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γρίφος]], [[μυστήριο]] («[[φέγγος]] μέν ξυνετοῖς, ἀξυνέτοις δ’ ἔρεβος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[Ἔρεβος]], ως [[προσωποποίηση]] («ἐκ χάεος δ’ Ἐρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[έρεβος]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>reg</i><sup>w</sup>-<i>oς</i> «[[σκοτάδι]]» και εμφανίζει προθηματικό <i>ε</i>- ενώ συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>rajas</i>- «[[ατμός]], [[σκότος]]», αρμ. <i>erek</i>- «[[βράδυ]]», γοτθ. <i>riqiz</i>. Από τη λ. [[έρεβος]] προήλθε το επίθ. [[ερεμνός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ερεβ</i>-<i>νός</i>), ο αιολ. τ. [[ερεβεννός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ερεβεσ</i>-<i>νός</i>), ενώ ο τ. [[ερεβώδης]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 28 March 2021
Greek Monolingual
το (Α ἔρεβος)
βαθύτατο σκοτάδι, απόλυτη έλλειψη φωτός
αρχ.
1. ο σκοτεινός τόπος που υπάρχει κάτω από τη γη, από τον οποίο περνούσαν οι νεκροί για να πάνε στον Αδη
2. το απόλυτο σκοτάδι στον βυθό της θάλασσας («ἔρεβος ὕφαλον», Σοφ.)
3. γρίφος, μυστήριο («φέγγος μέν ξυνετοῖς, ἀξυνέτοις δ’ ἔρεβος», Ανθ. Παλ.)
4. Ἔρεβος, ως προσωποποίηση («ἐκ χάεος δ’ Ἐρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. έρεβος ανάγεται σε ΙΕ τ. regw-oς «σκοτάδι» και εμφανίζει προθηματικό ε- ενώ συνδέεται με αρχ. ινδ. rajas- «ατμός, σκότος», αρμ. erek- «βράδυ», γοτθ. riqiz. Από τη λ. έρεβος προήλθε το επίθ. ερεμνός (< ερεβ-νός), ο αιολ. τ. ερεβεννός (< ερεβεσ-νός), ενώ ο τ. ερεβώδης είναι μεταγενέστερος].