υπτιάζω: Difference between revisions
From LSJ
(44) |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπτιάζω]] ΝΜΑ [[ὕπτιος]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξαπλώνω]] [[ανάσκελα]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε ύπτια [[θέση]], [[ξαπλώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάσκελα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπεροπτικό («ἡ [[τύχη]] ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατώνω]], [[διαταράσσω]] («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν [[γαστέρα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαλαρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμπεριφέρομαι]] με [[έπαρση]], με [[αλαζονεία]]<br />β) [[είμαι]] [[αμελής]], [[αδιαφορώ]] («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο, [[υποτάσσω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπτιάζομαι</i><br />(για ακτίνες φωτός) [[αποκλίνω]], εκτρέπομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάζων [[βόλος]]» — [[ατυχής]] [[ρίψη]] βόλου στο [[παιχνίδι]] με τα ζάρια (<b> | |mltxt=[[ὑπτιάζω]] ΝΜΑ [[ὕπτιος]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξαπλώνω]] [[ανάσκελα]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε ύπτια [[θέση]], [[ξαπλώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάσκελα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπεροπτικό («ἡ [[τύχη]] ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατώνω]], [[διαταράσσω]] («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν [[γαστέρα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαλαρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμπεριφέρομαι]] με [[έπαρση]], με [[αλαζονεία]]<br />β) [[είμαι]] [[αμελής]], [[αδιαφορώ]] («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο, [[υποτάσσω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπτιάζομαι</i><br />(για ακτίνες φωτός) [[αποκλίνω]], εκτρέπομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάζων [[βόλος]]» — [[ατυχής]] [[ρίψη]] βόλου στο [[παιχνίδι]] με τα ζάρια (<b>Πολυδ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
ὑπτιάζω ΝΜΑ ὕπτιος
1. (αμτβ.) ξαπλώνω ανάσκελα
2. θέτω κάποιον ή κάτι σε ύπτια θέση, ξαπλώνω κάποιον ή κάτι ανάσκελα
μσν.
(μτβ.) καθιστώ κάποιον υπεροπτικό («ἡ τύχη ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)
αρχ.
1. ανακατώνω, διαταράσσω («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα», Γαλ.)
2. χαλαρώνω
3. μτφ. α) συμπεριφέρομαι με έπαρση, με αλαζονεία
β) είμαι αμελής, αδιαφορώ («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», Ηρωδιαν.)
γ) καθιστώ κάποιον υποχείριο, υποτάσσω
4. παθ. ὑπτιάζομαι
(για ακτίνες φωτός) αποκλίνω, εκτρέπομαι
5. φρ. «ὑπτιάζων βόλος» — ατυχής ρίψη βόλου στο παιχνίδι με τα ζάρια (Πολυδ.).