διασκαριφάομαι: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασκᾰρῑφάομαι''': ἀποθ., ἐν περιλήψει [[περιγράφω]] ἢ [[διαγράφω]], «τὸ [[ἐπισεσυρμένως]] τι ποιεῖν καὶ μὴ | |lstext='''διασκᾰρῑφάομαι''': ἀποθ., ἐν περιλήψει [[περιγράφω]] ἢ [[διαγράφω]], «τὸ [[ἐπισεσυρμένως]] τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. [[σκαριφάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:30, 20 April 2021
English (LSJ)
A sketch in outline: hence, slur over, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν Isoc.7.12. II Act., scratch the ground, of birds, Hsch.
German (Pape)
[Seite 602] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12.
Greek (Liddell-Scott)
διασκᾰρῑφάομαι: ἀποθ., ἐν περιλήψει περιγράφω ἢ διαγράφω, «τὸ ἐπισεσυρμένως τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. σκαριφάομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
inf. ao. διασκαριφήσασθαι;
saper ; fig. ruiner, détruire, acc..
Étymologie: διά, σκαριφάομαι.
Russian (Dvoretsky)
διασκᾰρῑφάομαι: досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.).