εἰκότως: Difference between revisions
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰκότως''': ἐπίρρ. ἐκ τῆς Ἀττ. μετοχ. τοῦ πρκμ. [[ἔοικα]], κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, [[πρεπόντως]], | |lstext='''εἰκότως''': ἐπίρρ. ἐκ τῆς Ἀττ. μετοχ. τοῦ πρκμ. [[ἔοικα]], κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, [[πρεπόντως]], μετὰ δοτ. Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 915· «[[εἰκότως]]· [[πρεπόντως]], εὐλόγως, δικαίως» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 103, Σοφ. Ο. Κ. 432, 977, καὶ [[συχν]]. παρὰ πεζογράφοις· [[εἰκότως]] ἔχει, [[εἶναι]] λογικόν, εὔλογον, ὀρθόν, Εὐρ. Ι. Τ. 911, πρβλ. Ὀρ. 737· εἰκ. δοκεῖ Ἀνδοκ. 18. 21, πρβλ. ἐν τέλ.· οὐκ [[εἰκότως]], ἀλόγως, Θουκ. 1. 37· [[συχνάκις]] ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ γὰρ [[αὐτόθι]] 77, Ἰσοκρ. 253D ὁ Δημ. [[συχνάκις]] θέτει αὐτὸ ἐν τέλει προτάσεων, ὡς τὸ Λατ. nec mirum. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:45, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. of εἰκώς, Att. pf. part. of ἔοικα, A suitably, c. dat., A. Ag.915; fairly, reasonably, Id.Supp.403 (lyr.), S.OC432, 977, Isoc.12.101, etc.; εἰ. ἔχει 'tis reasonable, E.IT911, cf. Or.737 (troch.); εἰ. δοκεῖ And.1.140, cf. 142; οὐκ εἰ. unreasonably, Th. 1.37: folld. by γάρ, ib.77: freq. at the end of sentences, D.1.10, al., Pl.La.183b.
German (Pape)
[Seite 727] (Adv. zu εἰκός), wahrscheinlicher Weise, muthmaßlich; καὶ οὐκ ἀλόγως ἀποβέβηκεν Isocr. 4, 150; ὑποπτεύω Thuc. 3, 53; nach Gebühr, mit Recht, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς Aesch. Suppl. 403; ὡς εἰκότως εἶπες Plat. Epinom. 979 d. So oft Thuc. u. A. – Οὐκ εἰκότως, ungerechter Weise, Thuc. 1, 37; – εἰκότως ἔχει, = εἰκός ἐστι, Eur. I. T. 911. – Oft steht es am Ende, so daß ein Satz mit γάρ sich anschließt. Thuc. 1, 77 Isocr. 1, 49; Wolf Dem. Lept. p. 252.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκότως: ἐπίρρ. ἐκ τῆς Ἀττ. μετοχ. τοῦ πρκμ. ἔοικα, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, πρεπόντως, μετὰ δοτ. Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 915· «εἰκότως· πρεπόντως, εὐλόγως, δικαίως» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 103, Σοφ. Ο. Κ. 432, 977, καὶ συχν. παρὰ πεζογράφοις· εἰκότως ἔχει, εἶναι λογικόν, εὔλογον, ὀρθόν, Εὐρ. Ι. Τ. 911, πρβλ. Ὀρ. 737· εἰκ. δοκεῖ Ἀνδοκ. 18. 21, πρβλ. ἐν τέλ.· οὐκ εἰκότως, ἀλόγως, Θουκ. 1. 37· συχνάκις ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ γὰρ αὐτόθι 77, Ἰσοκρ. 253D ὁ Δημ. συχνάκις θέτει αὐτὸ ἐν τέλει προτάσεων, ὡς τὸ Λατ. nec mirum.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec vraisemblance;
2 avec raison, à bon droit, justement ; εἰκότως ἔχει EUR cela est raisonnable ; οὐκ εἰκότως THC non avec raison, sans raison.
Étymologie: εἰκώς.
Spanish (DGE)
v. ἐοικότως.
Greek Monolingual
εἰκότως επίρρ. (Α)
1. κατά πάσαν πιθανότητα
2. σωστά, δίκαια
3. εύλογα
4. είναι λογικό ή σωστό (συχνά σε συνεκφορά με το έχω) («σθένειν τὸ θεῑον μᾶλλον εἰκότως ἔχει», Ευρ.).
Greek Monotonic
εἰκότως: επίρρ. του εἰκώς, μτχ. Αττ. παρακ. του ἔοικα, κατά πάσα πιθανότητα, καταλλήλως, δικαίως, εύλογα, φυσικά, σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰκότως ἔχει, είναι λογικό, σε Ευρ.· οὐκ εἰκότως, παράλογα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
εἰκότως:
1) с достаточным основанием (ὑποπτεύειν τι Thuc.; δρᾶν τι Arst.);
2) естественно, разумеется; περὶ τούτου ὁ αὐτὸς ἁρμόσει λόγος εἰ. Arst. к этому применимо, конечно, то же самое рассуждение;
3) заслуженно, по справедливости (νέμειν ἔνδικα κακοῖς Aesch.; ψέγειν τι Soph.).
Middle Liddell
[adverb of εἰκώς, attic perf. part. of ἔοικα,]
in all likelihood, suitably, fairly, reasonably, naturally, Aesch., etc.; εἰκότως ἔχει 'tis reasonable, Eur.; οὐκ εἰκότως un reasonably, Thuc.
English (Woodhouse)
fairly, reasonably, speciously, as is to be expected, in all likelihood, in all probability