μίγα: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μίγα''': [ῐ], Ἐπίρρ. [[μεμιγμένως]], [[μίγα]] κωκυτῷ γυναικῶν [[κρύβδα]] πέμπον, [[μεμιγμένως]] | |lstext='''μίγα''': [ῐ], Ἐπίρρ. [[μεμιγμένως]], [[μίγα]] κωκυτῷ γυναικῶν [[κρύβδα]] πέμπον, [[μεμιγμένως]] μετὰ κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· [[μίγα]] τῷδε σὺν ἀνδρί, [[ὁμοῦ]] μετὰ τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:55, 20 April 2021
English (LSJ)
[ῐ], Adv. A mixed, blent with, κωκυτῷ Pi.P.4.113; μ. θηλυτέρῃσιν A.R.4.1345; μ. τῷδε σὺν ἀνδρί together with... Epigr.Gr.386 (Apamea Cibotus).
German (Pape)
[Seite 182] gemischt, vermischt; μίγα κωκυτῷ γυναικῶν, Pind. P. 4, 113; Ap. Rh. 4, 1345.
Greek (Liddell-Scott)
μίγα: [ῐ], Ἐπίρρ. μεμιγμένως, μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπον, μεμιγμένως μετὰ κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· μίγα τῷδε σὺν ἀνδρί, ὁμοῦ μετὰ τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément, pêle-mêle ; au milieu de, τινι.
Étymologie: v. μίγνυμι.
English (Slater)
μῐγᾰ
1 mixed with prep. c. dat. “κᾶδος θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν” (P. 4.113)
Greek Monolingual
μίγα (Α)
επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ- του μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. -α].
Greek Monotonic
μίγα: [ῐ], επίρρ., σε μείξη με, με δοτ., σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μίγα: (ῐ) praep. cum dat. (в смешении) с (μ. κωκυτῷ γυναικῶν Pind.).
Middle Liddell
mixed with, c. dat., Pind.