ξυλομιγής: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλομιγής''': -ές, ὁ μεμιγμένος [[μετὰ]] ξυλαρίων, Στράβ. 871.
|lstext='''ξῠλομιγής''': -ές, ὁ μεμιγμένος μετὰ ξυλαρίων, Στράβ. 871.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυλομιγής]], -ές (Α)<br />αναμεμιγμένος με [[ξύλο]] («μῑγμα ξυλομιγὲς καὶ γεωμιγές», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγτον μ</i>[[ε]]<i>ίγνυμι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αργυρο</i>-[[μιγής]].
|mltxt=[[ξυλομιγής]], -ές (Α)<br />αναμεμιγμένος με [[ξύλο]] («μῑγμα ξυλομιγὲς καὶ γεωμιγές», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγτον μ</i>[[ε]]<i>ίγνυμι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αργυρο</i>-[[μιγής]].
}}
}}

Revision as of 11:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλομῐγής Medium diacritics: ξυλομιγής Low diacritics: ξυλομιγής Capitals: ΞΥΛΟΜΙΓΗΣ
Transliteration A: xylomigḗs Transliteration B: xylomigēs Transliteration C: ksylomigis Beta Code: culomigh/s

English (LSJ)

ές, A mixed with wood, Str.12.7.3.

German (Pape)

[Seite 281] ές, mit Holz gemischt, Strabo 12, 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλομιγής: -ές, ὁ μεμιγμένος μετὰ ξυλαρίων, Στράβ. 871.

Greek Monolingual

ξυλομιγής, -ές (Α)
αναμεμιγμένος με ξύλο («μῑγμα ξυλομιγὲς καὶ γεωμιγές», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -μιγής (< θ. μιγτον μείγνυμι), πρβλ. αργυρο-μιγής.