σκαιωρέω: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκαιωρέω''': [[πανουργέω]], ἐπινοῶ | |lstext='''σκαιωρέω''': [[πανουργέω]], ἐπινοῶ μετὰ πανουργίας, μηχανῶμαι πανούργως, «ταράττομαι» Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 673, κτλ. - Παθητ., ἐσκαιωρημένα Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 9. 8· πρβλ. [[σκευωρέομαι]]· - σκαιωρία, ἡ, [[βλάβη]], Θεόδ. Πρόδρ., Τζέτζ. Ἱστ. 8. 903, κτλ., ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄρχησις]], [[χορεία]], καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια». - σκαιώρημα, τό, ἐπιβλαβές [[ἐπινόημα]], Πολυδ. Ϛ΄, 182, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 728, Ἐκκλ. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 20 April 2021
English (LSJ)
A = πανουργέω, devise mischievously, ἐπιβουλήν τινι Procop.Aed.1 Prooem., cf. Sch.S.OT673.
German (Pape)
[Seite 888] = σκαιουργέω, Schol. Eur. Or. 432, πανουργέομαι, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
σκαιωρέω: πανουργέω, ἐπινοῶ μετὰ πανουργίας, μηχανῶμαι πανούργως, «ταράττομαι» Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 673, κτλ. - Παθητ., ἐσκαιωρημένα Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 9. 8· πρβλ. σκευωρέομαι· - σκαιωρία, ἡ, βλάβη, Θεόδ. Πρόδρ., Τζέτζ. Ἱστ. 8. 903, κτλ., ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια». - σκαιώρημα, τό, ἐπιβλαβές ἐπινόημα, Πολυδ. Ϛ΄, 182, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 728, Ἐκκλ.