φαληριάω: Difference between revisions

From LSJ

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰληριάω''': εἶμαι λευκὸς (πρβλ. [[φάλαρος]])· κύματα κυρτὰ φαληριόωντα, «λευκανθίζοντα τῷ ἀφρῷ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 799· «φαληριῶσαν οἰκήσει [[σπίλον]], τὴν λευκαινομένην ἐκ τοῦ ἀφροῦ τῶν κυμάτων» (Σχόλ.), Λυκόφρων 188· [[μετὰ]] λευκοῦ ἀφροῦ, ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ [[στόρθυγξ]], «λευκῷ [[ὅλος]] λευκαινόμενος ἀφρῷ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 491· ― πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[φάλος]] (ὁ), [[τετραφάληρος]].
|lstext='''φᾰληριάω''': εἶμαι λευκὸς (πρβλ. [[φάλαρος]])· κύματα κυρτὰ φαληριόωντα, «λευκανθίζοντα τῷ ἀφρῷ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 799· «φαληριῶσαν οἰκήσει [[σπίλον]], τὴν λευκαινομένην ἐκ τοῦ ἀφροῦ τῶν κυμάτων» (Σχόλ.), Λυκόφρων 188· μετὰ λευκοῦ ἀφροῦ, ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ [[στόρθυγξ]], «λευκῷ [[ὅλος]] λευκαινόμενος ἀφρῷ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 491· ― πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[φάλος]] (ὁ), [[τετραφάληρος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰληριάω Medium diacritics: φαληριάω Low diacritics: φαληριάω Capitals: ΦΑΛΗΡΙΑΩ
Transliteration A: phalēriáō Transliteration B: phalēriaō Transliteration C: faliriao Beta Code: falhria/w

English (LSJ)

A to be patched with white, κύματα φαληριόωντα waves crested with white foam, Il.13.799; φαληριῶσαν σπίλον white with breakers, Lyc.188: φ. στόρθυγξ white with foam, Id.491; λίθον λευκὰ φαληριόωντα App.Anth.3.79 (Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 1253] weiß sein, sich weiß färben; Hom. κύματα φαληριόωντα, die weiß aufschäumenden, mit weißem Schaum verbrämten Wogen, Il. 13, 799; nachgeahmt von Lycophr. 188. 492.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰληριάω: εἶμαι λευκὸς (πρβλ. φάλαρος)· κύματα κυρτὰ φαληριόωντα, «λευκανθίζοντα τῷ ἀφρῷ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 799· «φαληριῶσαν οἰκήσει σπίλον, τὴν λευκαινομένην ἐκ τοῦ ἀφροῦ τῶν κυμάτων» (Σχόλ.), Λυκόφρων 188· μετὰ λευκοῦ ἀφροῦ, ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ, «λευκῷ ὅλος λευκαινόμενος ἀφρῷ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 491· ― πρβλ. ὡσαύτως φάλος (ὁ), τετραφάληρος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. prés. épq. pl. neutre φαληριόωντα;
être blanc d’écume.
Étymologie: φαληρός.

English (Autenrieth)

only part., φαληριόωντα, brightly shining, gleaming, Il. 13.799†.

Greek Monotonic

φᾰληριάω: (φάλᾱρος), έχω λευκές κηλίδες, κύματα φαληριόωντα, κύματα στολισμένα με λευκό αφρό, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰληριάω: покрываться белой пеной, только в выраж.: κύματα φαληριόωντα Hom. пенящиеся волны.

Middle Liddell

φᾰληριάω, [φάλᾱρος]
to be patched with white, κύματα φαληριόωντα waves crested with white foam, Il.