ἀγαμένως: Difference between revisions

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγᾰμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἄγαμαι]], [[μετὰ]] θαυμασμοῦ ἢ ἐπικροτήσεως, ἀγ. λέγειν, Ἀριστ. Ῥητ. 3. 7, 3· ἀγ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο, [[μετὰ]] σεβασμοῦ ἢ συγκαταθέσεως, Heind. Πλάτ. Φαίδ. 89Α.
|lstext='''ἀγᾰμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἄγαμαι]], μετὰ θαυμασμοῦ ἢ ἐπικροτήσεως, ἀγ. λέγειν, Ἀριστ. Ῥητ. 3. 7, 3· ἀγ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο, μετὰ σεβασμοῦ ἢ συγκαταθέσεως, Heind. Πλάτ. Φαίδ. 89Α.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγᾰμένως Medium diacritics: ἀγαμένως Low diacritics: αγαμένως Capitals: ΑΓΑΜΕΝΩΣ
Transliteration A: agaménōs Transliteration B: agamenōs Transliteration C: agamenos Beta Code: a)game/nws

English (LSJ)

Adv. part. pres. of ἄγαμαι, A with admiration or respect, ἀ. λέγειν Arist.Rh.1408a18; ἀ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο Pl.Phd.89a.

German (Pape)

[Seite 8] beifällig, mit Bewunderung u. Beifall, z. B. δέξασθαι λόγον Plat. Phaed. 89 a; dem ταπεινῶς entgegenstehend bei Arist. Rhet. 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγᾰμένως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἄγαμαι, μετὰ θαυμασμοῦ ἢ ἐπικροτήσεως, ἀγ. λέγειν, Ἀριστ. Ῥητ. 3. 7, 3· ἀγ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο, μετὰ σεβασμοῦ ἢ συγκαταθέσεως, Heind. Πλάτ. Φαίδ. 89Α.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec admiration ou respect;
2 de façon à exciter l’admiration.
Étymologie: ἄγαμαι.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. pres. de ἄγαμαι
1 con aire de aprobación ἀ. ... τὸν λόγον ἀπεδέξατο Pl.Phd.89a.
2 con admiración λέγειν Arist.Rh.1408a18, (ἐπιστολήν) ταύτην ἀνέγνων ... ἀ. Synes.Ep.101.

Greek Monotonic

ἀγᾰμένως: επίρρ. μτχ. ενεστ. του ἄγαμαι, με θαυμασμό, με σεβασμό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰμένως: восторженно, одобрительно (τὸν λόγον τινὸς ἀποδέχεσθαι Plat.; λέγειν Arst.).

Middle Liddell


part. pres. of ἄγαμαι, with admiration, respect or deference, Plat.