ἐπιΐστωρ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, [[μετὰ]] γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) [[εἰδήμων]], ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7.
|lstext='''ἐπιΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, μετὰ γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) [[εἰδήμων]], ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:04, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιΐστωρ Medium diacritics: ἐπιΐστωρ Low diacritics: επιίστωρ Capitals: ΕΠΙΙΣΤΩΡ
Transliteration A: epiḯstōr Transliteration B: epiistōr Transliteration C: epiistor Beta Code: e)pii+/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, privy to a thing; c. gen., μεγάλων ἔργων ἐ. privy to great works (i.e. the robbery of the mares), Od. 21.26; so τεῶν μύθων ἐ. ARh. 4.89; abs., ib. 16.
acquainted with, practised in, δίσκων, γεωμετρίης, AP 11.371 (Pall.), App.Anth. 7.2 (Euc.); σοφίης IG 3.946, cf. Doroth. in Cat.Cod.Astr. 2.172.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, μετὰ γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) εἰδήμων, ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
confident ou complice de, gén., sel. d’autres qui a conscience de, auteur de.
Étymologie: ἐπί, ἴστωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιΐστωρ: ορος adj.
1) сведущее лицо, знаток (σοφίης ἐ. ἀνήρ Anth.): ἐ. δίσκων Anth. знающий толк в блюдах, гурман;
2) участник, виновник: Ἡρακλῆς, μεγάλων ἐ. ἔργων Hom. Геракл, свершитель великих подвигов.