ἶφι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἶφι''': ([[ἴσως]] ἀρχαία δοτ. τοῦ ἴς, ὃ ἴδε), Ἐπικ. ἐπίρρ., ἰσχυρῶς, κραταιῶς, [[συχν]]. παρ᾿ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον [[μετὰ]] τεσσάρων ῥημάτων, ἶφι ἀνάσσειν, κραταιῶς ἢ κρατερῶς κυβερνᾶν, βασιλεύειν, Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις Ἰλ. Α. 38, κτλ.· ἶφι μάχεσθαι, ἀνδρείως, Α. 151· ἶφι δαμῆναι, δαμασθῆναι ὑπερτέρα δυνάμει, Τ. 417, Ὀδ. Σ. 156· ἶφι κτάμενος Ἰλ. Γ. 375· ― [[οὕτως]], ἶφι βιησάμενος Εὔφορος 61· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ἴδε Ἐτυμ. Μ. σ. 480, 7. ― Συχν. ἐν κυρίοις ὀνόμασι, π.χ. Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος, κτλ.
|lstext='''ἶφι''': ([[ἴσως]] ἀρχαία δοτ. τοῦ ἴς, ὃ ἴδε), Ἐπικ. ἐπίρρ., ἰσχυρῶς, κραταιῶς, [[συχν]]. παρ᾿ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον μετὰ τεσσάρων ῥημάτων, ἶφι ἀνάσσειν, κραταιῶς ἢ κρατερῶς κυβερνᾶν, βασιλεύειν, Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις Ἰλ. Α. 38, κτλ.· ἶφι μάχεσθαι, ἀνδρείως, Α. 151· ἶφι δαμῆναι, δαμασθῆναι ὑπερτέρα δυνάμει, Τ. 417, Ὀδ. Σ. 156· ἶφι κτάμενος Ἰλ. Γ. 375· ― [[οὕτως]], ἶφι βιησάμενος Εὔφορος 61· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ἴδε Ἐτυμ. Μ. σ. 480, 7. ― Συχν. ἐν κυρίοις ὀνόμασι, π.χ. Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:08, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἶφι Medium diacritics: ἶφι Low diacritics: ίφι Capitals: ΙΦΙ
Transliteration A: îphi Transliteration B: iphi Transliteration C: ifi Beta Code: i)=fi

English (LSJ)

(A) (instrum. of ἴς, q.v.), Ep. Adv. A by force or might, freq. in Hom., but only with four Verbs, ἶ. ἀνάσσειν Il.1.38, etc.; ἶ. μάχεσθαι 1.151; ἶ. δαμῆναι 19.417, Od.18.156; βοὸς ἶ. κταμένοιο Il.3.375; later ἶ. βιησάμενος Euph.90, etc.—Freq. in prop. names, e.g. Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος, ϝιφιάδας, etc.
ἶφι (B), an Egyptian measure, prob. = 1/4 and 1/5 artaba, PMasp.138, 139, al. (vi A.D.), PLond.5.1687.11 (vi A.D.):—hence ἴφιον A μέτρον PMasp.308.3 (vi A.D.): written οἴφιν Hsch.

German (Pape)

[Seite 1275] eigtl. alter Casus von ἴς, mit Digamma, nach Schol. Il. 1, 151 für ἰνόφι, Andere nehmen es für das neutr. eines alten Adjectivs ἶφις; mit Gewalt, mit Macht, kräftig, gewaltig; ἀνάσσειν, mit Macht herrschen, Il. 1, 38; ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι 1, 151; βοὸς ἶφι κταμένοιο 3, 375; ἀνέρι ἶφι δαμῆναι 19, 417, vgl. Od. 18, 156; ähnlich bei sp. Ep. Häufig in nom. pr., wie Ἰφιδάμας, Ἰφικλῆς.

Greek (Liddell-Scott)

ἶφι: (ἴσως ἀρχαία δοτ. τοῦ ἴς, ὃ ἴδε), Ἐπικ. ἐπίρρ., ἰσχυρῶς, κραταιῶς, συχν. παρ᾿ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον μετὰ τεσσάρων ῥημάτων, ἶφι ἀνάσσειν, κραταιῶς ἢ κρατερῶς κυβερνᾶν, βασιλεύειν, Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις Ἰλ. Α. 38, κτλ.· ἶφι μάχεσθαι, ἀνδρείως, Α. 151· ἶφι δαμῆναι, δαμασθῆναι ὑπερτέρα δυνάμει, Τ. 417, Ὀδ. Σ. 156· ἶφι κτάμενος Ἰλ. Γ. 375· ― οὕτως, ἶφι βιησάμενος Εὔφορος 61· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ἴδε Ἐτυμ. Μ. σ. 480, 7. ― Συχν. ἐν κυρίοις ὀνόμασι, π.χ. Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec force, courage ou puissance ; ἶφι ανάσσειν IL régner avec puissance ; μάχεσθαι IL combattre vaillamment ; δαμῆναι IL, OD être dompté par la force.
Étymologie: dat. instrument. de ἴς.

English (Autenrieth)

(ϝίς): with might, ἀνάσσειν, etc.; by violence, κτάμενος, Il. 3.375.

Greek Monotonic

ἶφι: Επικ. επίρρ., αρχαία δοτ. του ἴς, δυνατά, ισχυρά, κραταιά, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἶφῐ: (ῑφ) adv. [из арх. dat. *ἰνόφι к ἴς]
1) властно, державно (ἀνάσσειν Hom.);
2) доблестно, храбро (μάχεσθαι Hom.);
3) (будучи побежден) чужой силой, уступая силе, в неравной борьбе (δαμῆναι Hom.): ἶ. κτάμενος Hom. убитый мощной рукой.

Middle Liddell

[epic adv., an old dat. of ἴς,]
strongly, stoutly, mightily, Hom.