ἑρπυσμός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(14)
m (Text replacement - " ;" to ";")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erpysmos
|Transliteration C=erpysmos
|Beta Code=e(rpusmo/s
|Beta Code=e(rpusmo/s
|Definition=ὁ,=foreg., Suid. ; also,=<b class="b3">ἡ φωνὴ τῶν χοίρων</b>, Hsch.
|Definition=ὁ,=foreg., Suid.; also,=<b class="b3">ἡ φωνὴ τῶν χοίρων</b>, Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:15, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρπυσμός Medium diacritics: ἑρπυσμός Low diacritics: ερπυσμός Capitals: ΕΡΠΥΣΜΟΣ
Transliteration A: herpysmós Transliteration B: herpysmos Transliteration C: erpysmos Beta Code: e(rpusmo/s

English (LSJ)

ὁ,=foreg., Suid.; also,=ἡ φωνὴ τῶν χοίρων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1034] ὁ, das Kriechen, Suid. Vgl. ἑρπησμός.

Greek Monolingual

ο (Α ἑρπυσμός) ερπύζω
το να προχωρεί κάποιος έρποντας, σέρνοντας την κοιλιά στο έδαφος (α. «ο ερπυσμός τών βρεφών»
«ο ερπυσμός τών στρατιωτών υπό τα εχθρικά πυρά»)
νεοελλ.
η επιμήκυνση που προκαλείται σε μέταλλα λόγω υψηλής θερμοκρασίας
αρχ.
κατά τον Ησύχ. «ἡ φωνὴ τῶν χοίρων».