ἑρπυσμός

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρπυσμός Medium diacritics: ἑρπυσμός Low diacritics: ερπυσμός Capitals: ΕΡΠΥΣΜΟΣ
Transliteration A: herpysmós Transliteration B: herpysmos Transliteration C: erpysmos Beta Code: e(rpusmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἕρπυσις, Suid.; also, = ἡ φωνὴ τῶν χοίρων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1034] ὁ, das Kriechen, Suid. Vgl. ἑρπησμός.

Greek Monolingual

ο (Α ἑρπυσμός) ερπύζω
το να προχωρεί κάποιος έρποντας, σέρνοντας την κοιλιά στο έδαφος (α. «ο ερπυσμός τών βρεφών»
«ο ερπυσμός τών στρατιωτών υπό τα εχθρικά πυρά»)
νεοελλ.
η επιμήκυνση που προκαλείται σε μέταλλα λόγω υψηλής θερμοκρασίας
αρχ.
κατά τον Ησύχ. «ἡ φωνὴ τῶν χοίρων».