δικλίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ίδος<br />[[de dos hojas o batientes]] πύλαι <i>Il</i>.12.455, θύραι <i>Od</i>.17.268, A.R.1.787, Arat.193, σανίδες <i>Od</i>.2.345<br /><b class="num">•</b>subst. (ἡ) δ. [[puerta de dos hojas]] Theoc.14.42, <i>AP</i> 6.173 (Rhian.), 5.242 (Eratosth.)<br /><b class="num">•</b>plu. (αἱ) δικλίδες A.R.3.236, <i>AP</i> 5.145 (Asclep.), 7.182 (Meleagr.), 255 (Paul.Sil.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de δι- y κλι-, cf. κλίνω.
|dgtxt=-ίδος<br />[[de dos hojas o batientes]] πύλαι <i>Il</i>.12.455, θύραι <i>Od</i>.17.268, A.R.1.787, Arat.193, σανίδες <i>Od</i>.2.345<br /><b class="num">•</b>subst. (ἡ) δ. [[puerta de dos hojas]] Theoc.14.42, <i>AP</i> 6.173 (Rhian.), 5.242 (Eratosth.)<br /><b class="num">•</b>plu. (αἱ) δικλίδες A.R.3.236, <i>AP</i> 5.145 (Asclep.), 7.182 (Meleagr.), 255 (Paul.Sil.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de δι- y κλι-, cf. κλίνω.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:50, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικλίς Medium diacritics: δικλίς Low diacritics: δικλίς Capitals: ΔΙΚΛΙΣ
Transliteration A: diklís Transliteration B: diklis Transliteration C: diklis Beta Code: dikli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (κλίνω) A double-folding, epithet of doors or gates, mostly in pl. with σανίδες, θύραι, πύλαι, Od.2.345, 17.268, Il.12.455; later δικλίδες alone, folding-doors, AP7.182 (Mel.), 5.144 (Asclep.), 255 (Paul. Sil.), etc.: rarely in sg., Theoc.14.42, AP5.241 (Eratosth.); δ. θύρη Arat.193:—written δίκλεις, ειδος, as if from κλείς, double-fastened, Hp.Art.7 (cf. Gal. ad loc.).

German (Pape)

[Seite 629] ίδος, ἡ, zweiflügelig, von Thüren; entweder gebildet aus δίς und κλίνω, doppelt angelehnt, oder aus δίς und κλείω, κλείς, doppelt geschlossen oder doppelt schließend; vgl. Drac. p. 56, 18. Darauf, daß sich die zweite Sylbe hier und da mit ει geschrieben findet, ist schwerlich viel Gewicht zu legen; Hippocrat. p. 788 g ὑπὲρ δίκλειδος θύρης; Apollon. Lex. Homer. p. 59, 2 Δικλεῖδες· δίθυροι. Bei Homer erscheint das Wort dreimal: Odyss. 2, 345 κληισταὶ σανίδες, δικλίδες; 17, 268 θύραι δικλίδες; Iliad. 12, 455 σανίδων, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, δικλίδας ὑψηλάς· δοιοὶ δ' ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληὶς ἐπ ρήρει. – Sp. D.; auch σταθμοί, Ap. Rh. 4, 26; im sing., θύρην δικλίδα Arat. Phaen. 142; ohne Zusatz, Doppelthür, Theocr. 14, 42; Mel. 121 (VII, 182).

Greek (Liddell-Scott)

δικλίς: -ίδος, ἡ, (κλίνω) ἔχουσα δύο φύλλα, σανίδας, διπλῆ, ἐπίθετον τῶν θυρῶν καὶ πυλῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. μετὰ τοῦ θύραι, πύλαι, σανίδες, Ὀδ. Β. 345, Π. 268, Ἰλ. Μ. 455· μεταγεν., δικλίδες μόνον, = θύραι μὲ δύο φύλλα, Ἀνθ. Π. 7. 182, πρβλ. 5. 145, 256, κτλ.· σπαν. καθ’ ἑνικόν, Θεόκρ. 14. 42, Ἀνθ. Π. 5. 242. ― Ὁ τύπος δίκλεις, ειδος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ κλείς, διπλῶς κεκλεισμένος, ἐν Ἱππ. Ἄρθρ. 783.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ὁ, ἡ)
à deux battants, d’ord. avec un subst. au plur. (θύραι, πύλαι, etc.), porte à deux battants ; porte extérieure.
Étymologie: δίς, κλείς ; sel. d’autres, δίς, κλίνω.

English (Autenrieth)

ίδος (κλίνω): double-folding, of doors and gates, Il. 12.455. (See cut, representing ancient Egyptian doors.)

Spanish (DGE)

-ίδος
de dos hojas o batientes πύλαι Il.12.455, θύραι Od.17.268, A.R.1.787, Arat.193, σανίδες Od.2.345
subst. (ἡ) δ. puerta de dos hojas Theoc.14.42, AP 6.173 (Rhian.), 5.242 (Eratosth.)
plu. (αἱ) δικλίδες A.R.3.236, AP 5.145 (Asclep.), 7.182 (Meleagr.), 255 (Paul.Sil.).
• Etimología: Comp. de δι- y κλι-, cf. κλίνω.

Greek Monolingual

η
βλ. δικλίδα.

Greek Monotonic

δικλίς: -ίδος, ἡ (κλίνω), αυτή που έχει δύο φύλλα, σανίδες, για πόρτες και πύλες· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· σπανίως στον ενικ., σε Θεόκρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δικλίς: ίδος adj. f двустворчатая (πύλαι, θύραι Hom.).
ίδος ἡ двустворчатая дверь или ворота Theocr.; pl. Anth.

Middle Liddell

δικλίς, ίδος n κλίνω
double-folding, of doors or gates, in pl., Od.; rarely in sg., Theocr., Anth.