ἀπειρόγαμος: Difference between revisions
ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀπιρ- <i>MAMA</i> 7.560 (Frigia Oriental)<br />[[que no ha probado el matrimonio]], [[soltero]], [[virgen]] νύμφα Eub.35, [[ἀνήρ]] <i>Cat.Cod.Astr</i>.7.221, de Atena, Nonn.<i>D</i>.47.416, de María <i>AP</i> 1.2, ἁγνὸς ἀπιρόγαμος Χριστοῦ φίλος <i>MAMA</i> 7.560 (Frigia Oriental), cf. Basil.M.30.464B, Paul.Sil.<i>Soph</i>.436<br /><b class="num">•</b>[[virginal]] λέκτρον Nonn.<i>D</i>.13.98. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπειρόγαμος]], -ον (AM)<br />αυτός που δεν έλαβε [[πείρα]] γάμου, που δεν έχει γνωρίσει τον γάμο, [[παρθένος]]<br />«ἀπ. [[νύμφα]]», «[[ἀπειρόγαμος]] [[νύμφη]] ἢ [[κόρη]]» (για τη Θεοτόκο), «ἀπειρογάμων ἀπὸ λέκτρων» (από το παρθενικό [[κρεβάτι]], Νόννος). | |mltxt=[[ἀπειρόγαμος]], -ον (AM)<br />αυτός που δεν έλαβε [[πείρα]] γάμου, που δεν έχει γνωρίσει τον γάμο, [[παρθένος]]<br />«ἀπ. [[νύμφα]]», «[[ἀπειρόγαμος]] [[νύμφη]] ἢ [[κόρη]]» (για τη Θεοτόκο), «ἀπειρογάμων ἀπὸ λέκτρων» (από το παρθενικό [[κρεβάτι]], Νόννος). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A unwedded, νύμφα Eub.35; of Athene, Nonn.D.47.416, Cat.Cod.Astr.7.227.
German (Pape)
[Seite 285] unverheirathet, νύμφα Eubul. bei Ath. VII, 300 b; μήτηρ ist Maria bei christlichen Dichtern in Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρόγαμος: -ον, μὴ λαβὼν πεῖραν γάμου, ἄγαμος, παρθένος, νύμφα ἀπειρόγαμος Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Νόνν. Δ. 13. 98, κόρη Εὐσέβ. VI. 640D, IV. 881 C, Γρηγ. Ναζ., κλ.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀπιρ- MAMA 7.560 (Frigia Oriental)
que no ha probado el matrimonio, soltero, virgen νύμφα Eub.35, ἀνήρ Cat.Cod.Astr.7.221, de Atena, Nonn.D.47.416, de María AP 1.2, ἁγνὸς ἀπιρόγαμος Χριστοῦ φίλος MAMA 7.560 (Frigia Oriental), cf. Basil.M.30.464B, Paul.Sil.Soph.436
•virginal λέκτρον Nonn.D.13.98.
Greek Monolingual
ἀπειρόγαμος, -ον (AM)
αυτός που δεν έλαβε πείρα γάμου, που δεν έχει γνωρίσει τον γάμο, παρθένος
«ἀπ. νύμφα», «ἀπειρόγαμος νύμφη ἢ κόρη» (για τη Θεοτόκο), «ἀπειρογάμων ἀπὸ λέκτρων» (από το παρθενικό κρεβάτι, Νόννος).