ἄστιος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον | |dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> Ϝάστιος <i>ICr</i>.4.13g-i.2 (VII/VI a.C.)<br />[[de la ciudad]], [[celebrado en la ciudad]] δίκα <i>ICr</i>.l.c., <i>IG</i> 5(2).357.26 (Estínfalo III a.C.), como entidad política πεντηκοστὴ ἡ ἀ. <i>IG</i> 11(2).287A.9 (Delos III a.C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄστιος]], -α, -ον (Α)<br />[[αστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άστυ]] ή <span style="color: red;"><</span> [[αστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[προάστιος]] (με περισσότερο συνηθισμένο το ουδ. [[προάστιον]], το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική)]. | |mltxt=[[ἄστιος]], -α, -ον (Α)<br />[[αστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άστυ]] ή <span style="color: red;"><</span> [[αστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[προάστιος]] (με περισσότερο συνηθισμένο το ουδ. [[προάστιον]], το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 20 July 2021
English (LSJ)
α, ον, A = ἀστικός, δίκα GDI4976 (Crete), IG5(2).357.26 (Stymphalus, iii B. C.); πεντηκοστὴ ἡ ἀ. ib.11.287A9 (Delos, iii B.C.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): Ϝάστιος ICr.4.13g-i.2 (VII/VI a.C.)
de la ciudad, celebrado en la ciudad δίκα ICr.l.c., IG 5(2).357.26 (Estínfalo III a.C.), como entidad política πεντηκοστὴ ἡ ἀ. IG 11(2).287A.9 (Delos III a.C.).
Greek Monolingual
ἄστιος, -α, -ον (Α)
αστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ ή < αστός.
ΣΥΝΘ. αρχ. προάστιος (με περισσότερο συνηθισμένο το ουδ. προάστιον, το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική)].