βραδυδινής: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βραδυδινής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται [[αργά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραδύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[δινώ]] (-<i>έω</i>) «[[περιστρέφω]], [[συστρέφω]], [[στροβιλίζω]]» ( | |mltxt=[[βραδυδινής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιστρέφεται [[αργά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραδύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[δινώ]] (-<i>έω</i>) «[[περιστρέφω]], [[συστρέφω]], [[στροβιλίζω]]» ([[πρβλ]]. [[αιθεροδινής]], [[αλιδινής]], [[περιδινής]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A sloweddying or whirling, Nonn.D.37.482.
German (Pape)
[Seite 460] ές, langsam wirbelnd, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδῠδῑνής: ὁ βραδέως δινούμενος ἢ περιστρεφόμενος, Νόνν. Δ. 37. 482.
Spanish (DGE)
(βρᾰδῠδῑνής) -ές
de ruedas lentas, δίφρος Nonn.D.37.482
•fig. de lento movimiento, tardo θυμός Nonn.Par.Eu.Io.20.25.
Greek Monolingual
βραδυδινής, -ές (Α)
αυτός που περιστρέφεται αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -δίνης < δινώ (-έω) «περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω» (πρβλ. αιθεροδινής, αλιδινής, περιδινής κ.ά.)].