γοώ: Difference between revisions
From LSJ
Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=γοῶ (-άω) (Α)<br />[[θρηνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι [[γόος]] και <i>γοώ</i> ανάγονται σε IE <i>gŏu</i> / <i>gou∂</i> «[[φωνάζω]], [[κραυγάζω]]». Το ρ. <i>γοώ</i> εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με ρήματα του τύπου <i>βοώ</i> «[[καλώ]] κάποιον φωνάζοντας», [[μυκώμαι]] «[[μουγκρίζω]]». Η [[σημασία]] του ελλ. τ. δεν συμπίπτει πλήρως με τη [[σημασία]] τών αντίστοιχων τύπων τών άλλων γλωσσών ( | |mltxt=γοῶ (-άω) (Α)<br />[[θρηνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι [[γόος]] και <i>γοώ</i> ανάγονται σε IE <i>gŏu</i> / <i>gou∂</i> «[[φωνάζω]], [[κραυγάζω]]». Το ρ. <i>γοώ</i> εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με ρήματα του τύπου <i>βοώ</i> «[[καλώ]] κάποιον φωνάζοντας», [[μυκώμαι]] «[[μουγκρίζω]]». Η [[σημασία]] του ελλ. τ. δεν συμπίπτει πλήρως με τη [[σημασία]] τών αντίστοιχων τύπων τών άλλων γλωσσών ([[πρβλ]]. αρχ. άνω γερμ. <i>gikewen</i> «[[ονομάζω]]», αγγλοσαξ. <i>c</i><i>ī</i><i>egan</i> «[[ονομάζω]], [[καλώ]]», αρχ. ινδ. <i>jόguve</i> «[[προφέρω]] με δυνατή [[φωνή]]»). Ο τ. [[γόος]] αποτελεί υστερογενή σχηματισμό]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
γοῶ (-άω) (Α)
θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι γόος και γοώ ανάγονται σε IE gŏu / gou∂ «φωνάζω, κραυγάζω». Το ρ. γοώ εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με ρήματα του τύπου βοώ «καλώ κάποιον φωνάζοντας», μυκώμαι «μουγκρίζω». Η σημασία του ελλ. τ. δεν συμπίπτει πλήρως με τη σημασία τών αντίστοιχων τύπων τών άλλων γλωσσών (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. gikewen «ονομάζω», αγγλοσαξ. cīegan «ονομάζω, καλώ», αρχ. ινδ. jόguve «προφέρω με δυνατή φωνή»). Ο τ. γόος αποτελεί υστερογενή σχηματισμό].