γωλεός: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
m (Text replacement - " " to "") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γωλεός]], ο (Α)<br />[[τρύπα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[γωλεός]] συνδέεται με τα λιθ. <i>gu</i><i>ō</i><i>lis</i>, λεττ. <i>guol’a</i> «[[κατάλυμα]], [[κρησφύγετο]], [[φωλιά]]», ενώ αμφισβητείται η [[αναγωγή]] στη [[ρίζα]] <i>geu</i>- «[[λυγίζω]], [[κάμπτω]], [[κυρτώνω]]» ( | |mltxt=[[γωλεός]], ο (Α)<br />[[τρύπα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[γωλεός]] συνδέεται με τα λιθ. <i>gu</i><i>ō</i><i>lis</i>, λεττ. <i>guol’a</i> «[[κατάλυμα]], [[κρησφύγετο]], [[φωλιά]]», ενώ αμφισβητείται η [[αναγωγή]] στη [[ρίζα]] <i>geu</i>- «[[λυγίζω]], [[κάμπτω]], [[κυρτώνω]]» ([[πρβλ]]. [[γύαλον]]). Εξάλλου δεν έχει προσδιοριστεί με [[σαφήνεια]] αν και [[κατά]] πόσο το αντίστοιχο μορφολογικά και σημασιολογικά [[φωλεός]] («[[κρύπτη]], [[καταφύγιο]] ζώων») έχει επηρεάσει αναλογικά τη [[λέξη]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:31, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A a hole, Arist.HA603a6 (v.l. φωλεός);
German (Pape)
[Seite 512] ὁ, plur. auch τὰ γωλεά, Nic. Th. 125; γωλειά Lycophr. 376, wie Nic. Th. 351; Schlupfwinkel, bes. Lager des Wildes, Arist. H. A. 8, 20.
Greek (Liddell-Scott)
γωλεός: ὁ, ὀπή, σπήλαιον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 20, 4 (διάφ. γραφ. φωλεός)· ἑτερογ. πληθ. γωλε ὰ Νίκ. Θ. 125· γωλειὰ Λυκόφρ. 376.
Greek Monolingual
γωλεός, ο (Α)
τρύπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γωλεός συνδέεται με τα λιθ. guōlis, λεττ. guol’a «κατάλυμα, κρησφύγετο, φωλιά», ενώ αμφισβητείται η αναγωγή στη ρίζα geu- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» (πρβλ. γύαλον). Εξάλλου δεν έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια αν και κατά πόσο το αντίστοιχο μορφολογικά και σημασιολογικά φωλεός («κρύπτη, καταφύγιο ζώων») έχει επηρεάσει αναλογικά τη λέξη].
Russian (Dvoretsky)
γωλεός: ὁ яма, нора Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: hole (Arist.), γωλ<ε>ιοί σπήλαια. καὶ αἱ πρὸς θάλασσαν καταδύσεις H.; plur. γωλε(ι)ά (Nic.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One compared Lith. guõlis, Latv. guol'a lair, nest (Lith. guliù lie (down)) and Arm. kaɫaɫ hole, hiding-place. Quite uncertain. IE origin is not very probable. May have been influenced by φωλεός. See Fraenkel KZ 71, 40.
Frisk Etymology German
γωλεός: {gōleós}
Grammar: m.
Meaning: Höhle, Schlucht (Arist.), γωλ<ε>ιοί· σπήλαια. καὶ αἱ πρὸς θάλασσαν καταδύσεις H.; Plur. γωλε(ι)ά (Nik., Lyk.).
Etymology : Seit Fick 1, 408 zu lit. guõlis, lett. guol’a Lager, Schlafstätte, Nest (lit. guliù sich legen, liegen) gezogen, wozu nach Lidén Armen. Stud. 48f. auch arm. kaɫaɫ Höhle, Schlupfwinkel. Wegen der Bedeutung zieht Solmsen Wortforschung 217 m. A. 2 vor, γωλεός an die Sippe geu- in γύαλον usw. anzuknüpfen. (Unwahrscheinlicher Versuch, alle die genannten Wörter bei geu- krümmen unterzubringen bei Persson Beiträge 1, 106f., 2, 936f.). Da das Reimwort φωλεός sowohl formal wie semantisch γωλεός hat beeinflussen können, ist eine sichere Beurteilung kaum möglich. — Vgl. zuletzt Fraenkel KZ 71, 40.
Page 1,336