δαιμονιόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαιμονιόπληκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει πληγεί από [[δαιμόνιο]], [[δαιμονισμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιμόνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ( | |mltxt=[[δαιμονιόπληκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει πληγεί από [[δαιμόνιο]], [[δαιμονισμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιμόνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ([[πρβλ]]. [[έκπληκτος]], [[φρενόπληκτος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A = δαιμονιόληπτος (smitten by evil spirits, possessed by evil spirits, possessed), PMag.Leid.V.9.1, Ptol. Tetr.169: Subst. δαιμονιοπληξία, ἡ, ib.170, Petas. ap. Olymp.Alch.p.95 B.
German (Pape)
[Seite 514] von einem Dämon geschlagen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονιόπληκτος: -ον, = δαιμονιόληπτος· καὶ οὐσιαστ. -πληξία, ἡ, Πρόκλ.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δαιμονο- PMag.12.281
poseído por un espíritu maligno, poseso Ptol.Tetr.3.15.3, PMag.l.c., Rhetor. en Cat.Cod.Astr.8(4).164, 165.
Greek Monolingual
δαιμονιόπληκτος, -ον (AM)
αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + -πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)].