Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διδυμοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διδυμοτόκος]], -ον (AM) (Α και [[διδυματόκος]] και [[διδυμητόκος]])<br />(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρρενοτόκος]]). Ο τ. [[διδυμητόκος]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)].
|mltxt=[[διδυμοτόκος]], -ον (AM) (Α και [[διδυματόκος]] και [[διδυμητόκος]])<br />(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]] ([[πρβλ]]. [[αρρενοτόκος]]). Ο τ. [[διδυμητόκος]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δῐδῠμοτόκος:''' рождающий двойни Arst.
|elrutext='''δῐδῠμοτόκος:''' рождающий двойни Arst.
}}
}}

Revision as of 08:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδῠμοτόκος Medium diacritics: διδυμοτόκος Low diacritics: διδυμοτόκος Capitals: ΔΙΔΥΜΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: didymotókos Transliteration B: didymotokos Transliteration C: didymotokos Beta Code: didumoto/kos

English (LSJ)

ον, A producing twins, Id.HA573b32.

German (Pape)

[Seite 616] Zwillinge gebärend, Arist. H. A. 6, 19; Long. 2, 34.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδῠμοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν δίδυμα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 19. 3.

Spanish (DGE)

-ον
1 que es producto de un doble parto, e.e. gemelo o pareja ἐὰν ὁ κριὸς ἢ ὁ τράγος ᾖ δ. ἢ ἡ μήτηρ Arist.HA 573b32.
2 que pare dos crías Aq.Ca.4.2, ἀγέλαι Gr.Nyss.Hom.in Cant.225.18, en usos alegór. del mismo pasaje, Gr.Nyss.Hom.in Cant.228.1, πρόβατα Basil.Hex.9.5, Sud.

Greek Monolingual

διδυμοτόκος, -ον (AM) (Α και διδυματόκος και διδυμητόκος)
(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + -τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος). Ο τ. διδυμητόκος χρησιμοποιείται κυρίως στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό φωνήεν -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].

Russian (Dvoretsky)

δῐδῠμοτόκος: рождающий двойни Arst.