ετερόπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόπτωτος]], -ον)<br />ο [[ετερόκλιτος]], αυτός που παρουσιάζει [[ανωμαλία]] στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη [[λέξη]] στην οποία αναφέρεται («[[ετερόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόπτωτον</i><br />[[αλλαγή]] πτώσεως (ως [[σχήμα]] λόγου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόπτωτος]], -ον)<br />ο [[ετερόκλιτος]], αυτός που παρουσιάζει [[ανωμαλία]] στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη [[λέξη]] στην οποία αναφέρεται («[[ετερόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόπτωτον</i><br />[[αλλαγή]] πτώσεως (ως [[σχήμα]] λόγου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. <i>αμετά</i>-<i>πτωτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόπτωτος, -ον)
ο ετερόκλιτος, αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)
νεοελλ.
αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη λέξη στην οποία αναφέρεται («ετερόπτωτος προσδιορισμός»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόπτωτον
αλλαγή πτώσεως (ως σχήμα λόγου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. αμετά-πτωτος].