δικτυεύς: Difference between revisions
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δικτυεύς]], ο (Α)<br />αυτός που ψαρεύει με [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκτυον]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ευς</i> ( | |mltxt=[[δικτυεύς]], ο (Α)<br />αυτός που ψαρεύει με [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκτυον]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ευς</i> ([[πρβλ]]. [[αλιεύς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:54, 23 August 2021
English (LSJ)
έως, ὁ, A one who fishes with nets, Str.8.7.2, Ael.NA1.12.
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, Netzfischer, Ael. H. A. 1, 12; Strab. VIII p. 384.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυεύς: έως, ὁ, ὁ διὰ δικτύων ἁλιεύων, Στράβων 384, Αἰλ. π. Ζ. 1. 12.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
pêcheur au filet.
Étymologie: δίκτυον.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
pescador con red Ael.NA 1.12, Str.8.7.2, Poll.7.137.
Greek Monolingual
δικτυεύς, ο (Α)
αυτός που ψαρεύει με δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + (επίθημα) -ευς (πρβλ. αλιεύς)].