ησυχοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡσυχοποιός]], ό (Α)<br />ο [[σιλεντιάριος]], ο [[επιστάτης]] που επέβαλλε την [[ησυχία]] και γενικά επέβλεπε την [[τήρηση]] της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή [[αυλή]] ή σε μοναστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θορυβο</i>-[[ποιός]], <i>κακο</i>-[[ποιός]].
|mltxt=[[ἡσυχοποιός]], ό (Α)<br />ο [[σιλεντιάριος]], ο [[επιστάτης]] που επέβαλλε την [[ησυχία]] και γενικά επέβλεπε την [[τήρηση]] της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή [[αυλή]] ή σε μοναστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. <i>θορυβο</i>-[[ποιός]], <i>κακο</i>-[[ποιός]].
}}
}}

Revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡσυχοποιός, ό (Α)
ο σιλεντιάριος, ο επιστάτης που επέβαλλε την ησυχία και γενικά επέβλεπε την τήρηση της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή αυλή ή σε μοναστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. θορυβο-ποιός, κακο-ποιός.