θυμελαία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[θυμελαία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[θυμελαιώδη]], [[οικογένεια]] [[θυμελαιίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] θάμνου που ο [[καρπός]] του [[είναι]] ισχυρό καθαρτικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύμον]] <span style="color: red;">+</span> [[ελαία]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thymelaea</i>].
|mltxt=η (Α [[θυμελαία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[θυμελαιώδη]], [[οικογένεια]] [[θυμελαιίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] θάμνου που ο [[καρπός]] του [[είναι]] ισχυρό καθαρτικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύμον]] <span style="color: red;">+</span> [[ελαία]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>thymelaea</i>].
}}
}}

Revision as of 09:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμελαία Medium diacritics: θυμελαία Low diacritics: θυμελαία Capitals: ΘΥΜΕΛΑΙΑ
Transliteration A: thymelaía Transliteration B: thymelaia Transliteration C: thymelaia Beta Code: qumelai/a

English (LSJ)

ἡ, prob. A spurge-flax, Daphne cnidium, Dsc.4.172, Plin. HN13.114:—hence θυμαραΐτης [ῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with θυμελαία, Dsc.5.68.

German (Pape)

[Seite 1223] ἡ, ein Strauch, dessen Beeren, κόκκος Κνίδειος, stark abführen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμελαία: ἡ, θάμνος τις οὗ ὁ καρπὸς (κόκκος Κνίδιος) εἶναι δραστήριον, καθάρσιον, ἴσως Daphne cnidium, Διοσκ. 4. 173.

Greek Monolingual

η (Α θυμελαία)
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη θυμελαιώδη, οικογένεια θυμελαιίδες
αρχ.
είδος θάμνου που ο καρπός του είναι ισχυρό καθαρτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + ελαία. Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thymelaea].