θυρσοτινάκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυρσοτινάκτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Βάκχο) αυτός που σείει τον θύρσο, που κινεί τον θύρσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> [[τινάκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τινάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παντο</i>-[[τινάκτης]], <i>πετρεν</i>-[[τινάκτης]]].
|mltxt=[[θυρσοτινάκτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Βάκχο) αυτός που σείει τον θύρσο, που κινεί τον θύρσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> [[τινάκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τινάσσω]]), [[πρβλ]]. <i>παντο</i>-[[τινάκτης]], <i>πετρεν</i>-[[τινάκτης]]].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοτῐνάκτης Medium diacritics: θυρσοτινάκτης Low diacritics: θυρσοτινάκτης Capitals: ΘΥΡΣΟΤΙΝΑΚΤΗΣ
Transliteration A: thyrsotináktēs Transliteration B: thyrsotinaktēs Transliteration C: thyrsotinaktis Beta Code: qursotina/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, A thyrsus-shaker, of Bacchus, Orph.H.52.4.

German (Pape)

[Seite 1228] ὁ, Thyrsusschwinger, Bacchus, Orph. H. 51, 4.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοτῐνάκτης: ὁ, ὁ τινάσσων ἢ σείων τὸν θύρσον, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ὀρφ. Ὕμν. 51. 4.

Greek Monolingual

θυρσοτινάκτης, ὁ (Α)
(για τον Βάκχο) αυτός που σείει τον θύρσο, που κινεί τον θύρσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + τινάκτης (< τινάσσω), πρβλ. παντο-τινάκτης, πετρεν-τινάκτης].