καλοκαμώνομαι: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>1.</b> συντελούμαι, [[γίνομαι]] εντελώς<br /><b>2.</b> [[ωριμάζω]]<br /><b>3.</b> (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[καλοκαμωμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, [[περίτεχνος]], καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο [[έπιπλο]]»)<br />β) ([[κυρίως]] για καρπούς) καλογινωμένος, ώριμος<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει σύμμετρη και αρμονική [[διάπλαση]], όμορφος, [[εύπλαστος]] («καλοκαμωμένη [[κοπέλα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. σχηματίστηκε πιθ. από τη μτχ. [[καλοκαμωμένος]] <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>καλά</i>) <span style="color: red;">+</span> [[καμωμένος]], μτχ. παθ. παρακμ. του [[κάμνω]] ( | |mltxt=<b>1.</b> συντελούμαι, [[γίνομαι]] εντελώς<br /><b>2.</b> [[ωριμάζω]]<br /><b>3.</b> (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[καλοκαμωμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, [[περίτεχνος]], καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο [[έπιπλο]]»)<br />β) ([[κυρίως]] για καρπούς) καλογινωμένος, ώριμος<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει σύμμετρη και αρμονική [[διάπλαση]], όμορφος, [[εύπλαστος]] («καλοκαμωμένη [[κοπέλα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. σχηματίστηκε πιθ. από τη μτχ. [[καλοκαμωμένος]] <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>καλά</i>) <span style="color: red;">+</span> [[καμωμένος]], μτχ. παθ. παρακμ. του [[κάμνω]] ([[πρβλ]]. και <i>κακόκαμωμένος</i>). (Το ρ. <i>καμώνομαι</i> έχει σημ. «[[υποκρίνομαι]]» και όχι «κατασκευάζομαι»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
1. συντελούμαι, γίνομαι εντελώς
2. ωριμάζω
3. (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαμωμένος, -η, -ο
α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, περίτεχνος, καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο έπιπλο»)
β) (κυρίως για καρπούς) καλογινωμένος, ώριμος
γ) (για πρόσ.) αυτός που έχει σύμμετρη και αρμονική διάπλαση, όμορφος, εύπλαστος («καλοκαμωμένη κοπέλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σχηματίστηκε πιθ. από τη μτχ. καλοκαμωμένος < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + καμωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κάμνω (πρβλ. και κακόκαμωμένος). (Το ρ. καμώνομαι έχει σημ. «υποκρίνομαι» και όχι «κατασκευάζομαι»)].