καταλαβεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταλαβεύς]], ὁ (Α) [[καταλαμβάνω]]<br />[[πάσσαλος]] ή [[καρφί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κατα</i>-<i>λαβ</i>- (<i>καταλάβω</i>) του [[καταλαμβάνω]] με σημ. «[[στερεώνω]], [[καρφώνω]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αντι</i>-<i>λαβ</i>-<i>εύς</i>, <i>περιλαβ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=[[καταλαβεύς]], ὁ (Α) [[καταλαμβάνω]]<br />[[πάσσαλος]] ή [[καρφί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κατα</i>-<i>λαβ</i>- (<i>καταλάβω</i>) του [[καταλαμβάνω]] με σημ. «[[στερεώνω]], [[καρφώνω]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. <i>αντι</i>-<i>λαβ</i>-<i>εύς</i>, <i>περιλαβ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλᾰβεύς Medium diacritics: καταλαβεύς Low diacritics: καταλαβεύς Capitals: ΚΑΤΑΛΑΒΕΥΣ
Transliteration A: katalabeús Transliteration B: katalabeus Transliteration C: katalaveys Beta Code: katalabeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A holder, nail, in pl., Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, nach VLL. = πάσσαλος.

Greek Monolingual

καταλαβεύς, ὁ (Α) καταλαμβάνω
πάσσαλος ή καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα-λαβ- (καταλάβω) του καταλαμβάνω με σημ. «στερεώνω, καρφώνω» + -εύς (πρβλ. αντι-λαβ-εύς, περιλαβ-εύς)].