κεντροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[κεντροφόρος]], -ον) <b>νεοελλ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κεντρί]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κεντροφόρος]]<br />ο [[κεντρίνης]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελεί το [[κέντρο]] της οικουμένης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθμο</i>-[[φόρος]], <i>πυρ</i>-[[φόρος]]. Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>centrophorus</i>].
|mltxt=-ο (Α [[κεντροφόρος]], -ον) <b>νεοελλ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κεντρί]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κεντροφόρος]]<br />ο [[κεντρίνης]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελεί το [[κέντρο]] της οικουμένης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>βαθμο</i>-[[φόρος]], <i>πυρ</i>-[[φόρος]]. Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>centrophorus</i>].
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντροφόρος Medium diacritics: κεντροφόρος Low diacritics: κεντροφόρος Capitals: ΚΕΝΤΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kentrophóros Transliteration B: kentrophoros Transliteration C: kentroforos Beta Code: kentrofo/ros

English (LSJ)

ον, A with a sting, Id. s.v. τενθρηδών. 2 Subst., -φόρος, ὁ, = κεντρίνης 1, Opp.H.4.244. II containing the centre of the universe, Porph. ap. Eus.PE3.11.

German (Pape)

[Seite 1418] einen Stachel tragend, Opp. Hal. 4, 244; vom Skorpion, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροφόρος: -ον, ἔχων κέντρον, Ὀππ. Ἁλ. 4. 244.

Greek Monolingual

-ο (Α κεντροφόρος, -ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae
αρχ.
1. αυτός που έχει κεντρί
2. το αρσ. ως ουσ.κεντροφόρος
ο κεντρίνης
3. αυτός που αποτελεί το κέντρο της οικουμένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. βαθμο-φόρος, πυρ-φόρος. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrophorus].