κογχύλη: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[κογχύλη]])<br />το [[κοχύλι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[πορφύρα]] που παρασκευαζόταν από κοχύλια («τὸ γὰρ τῆς βαφῆς ἄτιον ἐκ θαλάττης ἡ ὁμωνυμοῦσα [[κογχύλη]]», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόγχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ύλη</i> ( | |mltxt=η (AM [[κογχύλη]])<br />το [[κοχύλι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[πορφύρα]] που παρασκευαζόταν από κοχύλια («τὸ γὰρ τῆς βαφῆς ἄτιον ἐκ θαλάττης ἡ ὁμωνυμοῦσα [[κογχύλη]]», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόγχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ύλη</i> ([[πρβλ]]. <i>αγκ</i>-<i>ύλη</i>, <i>κανθ</i>-<i>ύλη</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A = κόγχη, v.l. in Ph.1.536, cf. AP9.214 (Leo).
German (Pape)
[Seite 1465] ἡ, = κόγχη; bes. die Purpurschnecke, VLL.; Philo u. a. Sp. – Übertr., λόγων Leo Philos. ep. 5 (IX, 214).
Greek (Liddell-Scott)
κογχύλη: ἡ, = κόγχη, Φίλων 1. 536, Ἀνθ. Π. 9. 214 ἔνθα ῠ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
coquillage.
Étymologie: cf. κόγχη.
Greek Monolingual
η (AM κογχύλη)
το κοχύλι
μσν.-αρχ.
η πορφύρα που παρασκευαζόταν από κοχύλια («τὸ γὰρ τῆς βαφῆς ἄτιον ἐκ θαλάττης ἡ ὁμωνυμοῦσα κογχύλη», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχος + κατάλ. -ύλη (πρβλ. αγκ-ύλη, κανθ-ύλη)].
Greek Monotonic
κογχύλη: [ῠ], ἡ = κόγχη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κογχύλη: (ῠ) ἡ улитка, преимущ. пурпурная Anth.
Middle Liddell
κογχῠ́λη, ἡ, = κόγχη, Anth.]