κραίρα: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κραῑρα, ἡ (Α)<br />(κατὰ τὸν <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>1.</b> [[κορυφή]], [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> [[ακροστόλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει κατ' [[απόσπαση]] από σύνθετες λέξεις, όπως <i>εὔ</i>-<i>κραιρα</i>, <i>ὀρθό</i>-<i>κραιρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αψίς]] <span style="color: red;"><</span> <i>αψί</i>-<i>χολος</i>, [[κοντός]], [[κουτσός]] <b>κ.ά.</b>). Ο τ. προήλθε <span style="color: red;"><</span> <i>κρᾱ</i>-<i>ρή</i>, <i>κρᾱσ</i>-<i>ρ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>yα</i> (για παρόμοια [[περίπτωση]] αναγωγής σε παρεκτεταμένη ή μη [[μορφή]] της ίδιας βαθμίδας της ίδιας ρίζας <b>βλ. λ.</b> [[κρανίον]]), συνδεόμενος [[στενά]] με τα [[κάρα]], [[κέρας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βοόκραιρος]], [[δίκραιρος]], [[εύκραιρος]], [[ημίκραιρα]], [[ισόκραιρος]], [[μελάγκραιρα]], [[ομόκραιρος]], [[ορθόκραιρος]], [[τανύκραιρος]].
|mltxt=κραῑρα, ἡ (Α)<br />(κατὰ τὸν <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>1.</b> [[κορυφή]], [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> [[ακροστόλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει κατ' [[απόσπαση]] από σύνθετες λέξεις, όπως <i>εὔ</i>-<i>κραιρα</i>, <i>ὀρθό</i>-<i>κραιρα</i> ([[πρβλ]]. [[αψίς]] <span style="color: red;"><</span> <i>αψί</i>-<i>χολος</i>, [[κοντός]], [[κουτσός]] <b>κ.ά.</b>). Ο τ. προήλθε <span style="color: red;"><</span> <i>κρᾱ</i>-<i>ρή</i>, <i>κρᾱσ</i>-<i>ρ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>yα</i> (για παρόμοια [[περίπτωση]] αναγωγής σε παρεκτεταμένη ή μη [[μορφή]] της ίδιας βαθμίδας της ίδιας ρίζας <b>βλ. λ.</b> [[κρανίον]]), συνδεόμενος [[στενά]] με τα [[κάρα]], [[κέρας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βοόκραιρος]], [[δίκραιρος]], [[εύκραιρος]], [[ημίκραιρα]], [[ισόκραιρος]], [[μελάγκραιρα]], [[ομόκραιρος]], [[ορθόκραιρος]], [[τανύκραιρος]].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

κραῑρα, ἡ (Α)
(κατὰ τὸν Ησύχ.)
1. κορυφή, κεφαλή
2. ακροστόλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ' απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ-κραιρα, ὀρθό-κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί-χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < κρᾱ-ρή, κρᾱσ-ρ + κατάλ. - (για παρόμοια περίπτωση αναγωγής σε παρεκτεταμένη ή μη μορφή της ίδιας βαθμίδας της ίδιας ρίζας βλ. λ. κρανίον), συνδεόμενος στενά με τα κάρα, κέρας.
ΣΥΝΘ. αρχ. βοόκραιρος, δίκραιρος, εύκραιρος, ημίκραιρα, ισόκραιρος, μελάγκραιρα, ομόκραιρος, ορθόκραιρος, τανύκραιρος.