κράχτης: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. κράχτρα<br /><b>1.</b> αυτός που κράζει<br /><b>2.</b> αυτός που διαλαλεί [[κάτι]], [[διαλαλητής]], [[ντελάλης]]<br /><b>3.</b> αυτός που προσελκύει πελάτες σε [[κατάστημα]] ή παίκτες σε [[χαρτοπαίγνιο]]<br /><b>4.</b> [[μαστροπός]]<br /><b>5.</b> [[πετεινός]]<br /><b>6.</b> [[πτηνό]] ή [[άλλο]] ζώο που τοποθετείται από τους κυνηγούς [[κοντά]] σε [[παγίδα]] για [[προσέλκυση]] άλλων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράκτης]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του συμπλέγματος <i>κτ</i> σε <i>χτ</i> ( | |mltxt=ο, θηλ. κράχτρα<br /><b>1.</b> αυτός που κράζει<br /><b>2.</b> αυτός που διαλαλεί [[κάτι]], [[διαλαλητής]], [[ντελάλης]]<br /><b>3.</b> αυτός που προσελκύει πελάτες σε [[κατάστημα]] ή παίκτες σε [[χαρτοπαίγνιο]]<br /><b>4.</b> [[μαστροπός]]<br /><b>5.</b> [[πετεινός]]<br /><b>6.</b> [[πτηνό]] ή [[άλλο]] ζώο που τοποθετείται από τους κυνηγούς [[κοντά]] σε [[παγίδα]] για [[προσέλκυση]] άλλων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράκτης]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του συμπλέγματος <i>κτ</i> σε <i>χτ</i> ([[πρβλ]]. [[κτίζω]]: [[χτίζω]], [[κτενίζω]]: [[χτενίζω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. κράχτρα
1. αυτός που κράζει
2. αυτός που διαλαλεί κάτι, διαλαλητής, ντελάλης
3. αυτός που προσελκύει πελάτες σε κατάστημα ή παίκτες σε χαρτοπαίγνιο
4. μαστροπός
5. πετεινός
6. πτηνό ή άλλο ζώο που τοποθετείται από τους κυνηγούς κοντά σε παγίδα για προσέλκυση άλλων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράκτης, με ανομοιωτική τροπή του συμπλέγματος κτ σε χτ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, κτενίζω: χτενίζω)].