κυνοθαρσής: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυνοθαρσής]] ή κυνοθρασής, -ές (Α)<br />[[θρασύς]] σαν [[σκύλος]] («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες [[οὐδέν]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]] «[[θάρρος]]»), | |mltxt=[[κυνοθαρσής]] ή κυνοθρασής, -ές (Α)<br />[[θρασύς]] σαν [[σκύλος]] («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες [[οὐδέν]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]] «[[θάρρος]]»), [[πρβλ]]. <i>δορυ</i>-<i>θαρσής λυκο</i>-<i>θαρσής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A impudent as a dog, Theoc.15.53: κυνοθρασής, A. Supp.758 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοθαρσής: -ές, θρασύς, ἀναιδὴς ὡς κύων, Θεόκρ. 15, 53· κῠνοθρᾰσής, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 758.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’une impudence cynique.
Étymologie: κύων, θάρσος.
Greek Monolingual
κυνοθαρσής ή κυνοθρασής, -ές (Α)
θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ-θαρσής λυκο-θαρσής].
Greek Monotonic
κῠνοθαρσής: -ές (θάρσος), θρασύς, αδιάντροπος όπως ο σκύλος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοθαρσής: Theocr. = κυνοθρασύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνοθαρσής -ές en κυνοθρασής -ές [κύων, θάρσος] hondsbrutaal.