κυδωνόμελι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κυδωνόμελι]])<br />[[μέλι]] [[μέσα]] στο οποίο έχουν προστεθεί κυδώνια καθαρισμένα από τα σπέρματά τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυδώνι]] <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγριό</i>-<i>μελι</i>, <i>ροδό</i>-<i>μελι</i>)].
|mltxt=το (Α [[κυδωνόμελι]])<br />[[μέλι]] [[μέσα]] στο οποίο έχουν προστεθεί κυδώνια καθαρισμένα από τα σπέρματά τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυδώνι]] <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] ([[πρβλ]]. <i>αγριό</i>-<i>μελι</i>, <i>ροδό</i>-<i>μελι</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠδωνόμελι Medium diacritics: κυδωνόμελι Low diacritics: κυδωνόμελι Capitals: ΚΥΔΩΝΟΜΕΛΙ
Transliteration A: kydōnómeli Transliteration B: kydōnomeli Transliteration C: kydonomeli Beta Code: kudwno/meli

English (LSJ)

τό, A drink made from quinces and honey, Dsc.5.21, Orib.5.25.16.

German (Pape)

[Seite 1525] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κυδωνόμελι: τό, «μηλόμελι δέ, ὃ καὶ κυδωνόμελι ὀνομάζεται, σκευάζεται οὕτω· μήλων κυδωνίων ἐξαιρεθέντων τὰ σπέρματα καὶ βληθέντων εἰς μέλι ὅ,τι πλεῖστον, ὥστε ἐνεσφηνῶσθαι, γίνεται προσηνὲς μετ’ ἐνιαυτόν» Διοσκ. 5. 29.

Greek Monolingual

το (Α κυδωνόμελι)
μέλι μέσα στο οποίο έχουν προστεθεί κυδώνια καθαρισμένα από τα σπέρματά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνι + μέλι (πρβλ. αγριό-μελι, ροδό-μελι)].