λεπτόπους: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεπτόπους]], -ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ποῦς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δασύ</i>-[[πους]], [[ταχύ]]-[[πους]]].
|mltxt=[[λεπτόπους]], -ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ποῦς</i> ([[πρβλ]]. <i>δασύ</i>-[[πους]], [[ταχύ]]-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόπους Medium diacritics: λεπτόπους Low diacritics: λεπτόπους Capitals: ΛΕΠΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: leptópous Transliteration B: leptopous Transliteration C: leptopous Beta Code: lepto/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, A with small, delicate feet, Sch.Ar.Av. 1292.

German (Pape)

[Seite 31] -πουν, gen. -ποδος, dünn-, schlanksüßig, Schol. Ar. Av. 1292.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόπους: ὁ, ἡ, ἔχων λεπτοὺς ἢ ἀδυνάτους πόδας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1292.

Greek Monolingual

λεπτόπους, -ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + ποῦς (πρβλ. δασύ-πους, ταχύ-πους].