μέρμνος: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μέρμνος]] και [[μέρμνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] γερακιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέρμνης]]<br />[[τρίορχος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική [[προέλευση]] ( | |mltxt=[[μέρμνος]] και [[μέρμνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] γερακιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέρμνης]]<br />[[τρίορχος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική [[προέλευση]] ([[πρβλ]]. ονομ. λυδικής δυναστείας <i>Μερμνάδαι</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το ανθρωπωνύμιο <i>Μάρμαξ</i> (και <i>Βάρδαξ</i>) και με τη λ. [[μόρφνος]] δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, a sort of A hawk, Call.Aet.Oxy.2080.68, Ael.NA12.4:— spelt μέρμνης in Hsch., An.Ox.1.64.
Greek Monolingual
μέρμνος και μέρμνης, ὁ (Α)
1. είδος γερακιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «μέρμνης
τρίορχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική προέλευση (πρβλ. ονομ. λυδικής δυναστείας Μερμνάδαι). Η σύνδεση της λ. με το ανθρωπωνύμιο Μάρμαξ (και Βάρδαξ) και με τη λ. μόρφνος δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: kind of falcon (Call., Ael.).
Other forms: μέρμνης τρίορχος H.)
Derivatives: PN Μέρμνων Theoc. 3, 35.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Origin unknown; cf. however the Lydian dynasty Μερμνάδαι and Neumann Heth. und luw. Sprachgut 70. Fauth, Hermes 96(1968)257, recalls the PN Μάρμαξ (Paus.) and Βάρβαξ s.v. and μόρφνος. The word will be Pre-Greek.
Frisk Etymology German
μέρμνος: {mérmnos}
Forms: (-ης H.)
Grammar: m.
Meaning: Falkenart (Kall., Ael.).
Etymology : Herkunft unbekannt; vgl. indessen die lyd. Dynastie Μερμνάδαι und Neumann Heth. und luw. Sprachgut 70.
Page 2,211