μέρμνος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ὁ, a sort of hawk, Call.Aet.Oxy.2080.68, Ael.NA12.4:—spelt μέρμνης in Hsch., An.Ox.1.64.
Greek Monolingual
μέρμνος και μέρμνης, ὁ (Α)
1. είδος γερακιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «μέρμνης
τρίορχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική προέλευση (πρβλ. ονομ. λυδικής δυναστείας Μερμνάδαι). Η σύνδεση της λ. με το ανθρωπωνύμιο Μάρμαξ (και Βάρδαξ) και με τη λ. μόρφνος δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: kind of falcon (Call., Ael.).
Other forms: μέρμνης τρίορχος H.)
Derivatives: PN Μέρμνων Theoc. 3, 35.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Origin unknown; cf. however the Lydian dynasty Μερμνάδαι and Neumann Heth. und luw. Sprachgut 70. Fauth, Hermes 96(1968)257, recalls the PN Μάρμαξ (Paus.) and Βάρβαξ s.v. and μόρφνος. The word will be Pre-Greek.
Frisk Etymology German
μέρμνος: {mérmnos}
Forms: (-ης H.)
Grammar: m.
Meaning: Falkenart (Kall., Ael.).
Etymology: Herkunft unbekannt; vgl. indessen die lyd. Dynastie Μερμνάδαι und Neumann Heth. und luw. Sprachgut 70.
Page 2,211
German (Pape)
ὁ, eine Falkenart, Ael. H.A. 12.4; bei Hesych. μέρμνης, τρίορχος, vgl. τριόρχης.