μαζί: Difference between revisions
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ [[μαζί]] και μαζίν)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[αντάμα]], από κοινού («ζούμε [[πέντε]] [[χρόνια]] [[μαζί]]»)<br /><b>2.</b> ταυτοχρόνως, συγχρόνως («μέ επισκέφθηκαν όλοι [[μαζί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεία]] με..., [[συντροφιά]] με... (α. «[[φέρε]] μας [[μαζί]] με τον [[καφέ]] και λίγο [[γάλα]]» β. «δεν μέ πήραν [[μαζί]] τους»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[μαζί]] μιλάμε και [[χώρια]] καταλαβαίνουμε» — λέγεται γι' αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>μαζ</i>-<i>ίον</i>, υποκορ. του [[μᾶζα]] ( | |mltxt=(Μ [[μαζί]] και μαζίν)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[αντάμα]], από κοινού («ζούμε [[πέντε]] [[χρόνια]] [[μαζί]]»)<br /><b>2.</b> ταυτοχρόνως, συγχρόνως («μέ επισκέφθηκαν όλοι [[μαζί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεία]] με..., [[συντροφιά]] με... (α. «[[φέρε]] μας [[μαζί]] με τον [[καφέ]] και λίγο [[γάλα]]» β. «δεν μέ πήραν [[μαζί]] τους»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[μαζί]] μιλάμε και [[χώρια]] καταλαβαίνουμε» — λέγεται γι' αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>μαζ</i>-<i>ίον</i>, υποκορ. του [[μᾶζα]] ([[πρβλ]]. <i>ομάδιον</i>: [[ομάδι]], <i>μακάριον</i>: [[μακάρι]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
(Μ μαζί και μαζίν)
επίρρ.
1. αντάμα, από κοινού («ζούμε πέντε χρόνια μαζί»)
2. ταυτοχρόνως, συγχρόνως («μέ επισκέφθηκαν όλοι μαζί»)
νεοελλ.
1. συνοδεία με..., συντροφιά με... (α. «φέρε μας μαζί με τον καφέ και λίγο γάλα» β. «δεν μέ πήραν μαζί τους»)
2. παροιμ. «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε» — λέγεται γι' αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μαζ-ίον, υποκορ. του μᾶζα (πρβλ. ομάδιον: ομάδι, μακάριον: μακάρι)].