μεγαλαλκής: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλαλκής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλκή]]), | |mltxt=[[μεγαλαλκής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλκή]]), [[πρβλ]]. <i>αριστ</i>-<i>αλκής</i>, <i>παν</i>-<i>αλκής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A = μεγαλοσθενής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 104] ές, von großer Stärke, Sp., wie Or. Sib.; poet. bei Plut. Flam. 16; Hesych. erkl. μεγαλοσθενής.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαλκής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην ἰσχύν, Παιὰν ἐν Πλουτ. Φλαμ. 16. κλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’une grande force, d’une grande puissance.
Étymologie: μέγας, ἀλκή.
Greek Monolingual
μεγαλαλκής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -αλκής (< ἀλκή), πρβλ. αριστ-αλκής, παν-αλκής].
Greek Monotonic
μεγᾰλαλκής: -ές (ἀλκή), αυτός που είναι πολύ δυνατός, στον Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλαλκής: весьма сильный, могучий (πίστις Plut.).