μεθυστάς: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεθυστάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που συνηθίζει να μεθάει<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων<br />μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, [[οἷον]] τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης [[οὐκέτι]] παρθένοι [[ἦσαν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. τ. του [[μεθυστής]] σχηματισμένος με το [[επίθημα]] -<i>άς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[θύστης]] —[[θυστάς]])].
|mltxt=[[μεθυστάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που συνηθίζει να μεθάει<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων<br />μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, [[οἷον]] τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης [[οὐκέτι]] παρθένοι [[ἦσαν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. τ. του [[μεθυστής]] σχηματισμένος με το [[επίθημα]] -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[θύστης]] —[[θυστάς]])].
}}
}}

Revision as of 15:04, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθυστάς Medium diacritics: μεθυστάς Low diacritics: μεθυστάς Capitals: ΜΕΘΥΣΤΑΣ
Transliteration A: methystás Transliteration B: methystas Transliteration C: methystas Beta Code: mequsta/s

English (LSJ)

άδος, fem., A drunken: metaph., μεθυστάδες γάμων Trag.Adesp.238.

Greek Monolingual

μεθυστάς, -άδος, ἡ (Α)
1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων
μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, οἷον τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης οὐκέτι παρθένοι ἦσαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. του μεθυστής σχηματισμένος με το επίθημα -άς (πρβλ. θύστηςθυστάς)].