μελαγχρής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαγχρής]], -ές (ΑM)<br />[[μελάγχρους]], [[μελαχρινός]], [[μελαψός]] («εἴδομεν άνδρα μελαγχρῆ», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμβλη</i>-<i>χρής</i>].
|mltxt=[[μελαγχρής]], -ές (ΑM)<br />[[μελάγχρους]], [[μελαχρινός]], [[μελαψός]] («εἴδομεν άνδρα μελαγχρῆ», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]]»), [[πρβλ]]. <i>αμβλη</i>-<i>χρής</i>].
}}
}}

Revision as of 15:06, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγχρής Medium diacritics: μελαγχρής Low diacritics: μελαγχρής Capitals: ΜΕΛΑΓΧΡΗΣ
Transliteration A: melanchrḗs Transliteration B: melanchrēs Transliteration C: melanchris Beta Code: melagxrh/s

English (LSJ)

ές, v. μελάγχροος.

German (Pape)

[Seite 118] ές, att. = μελάγχροος, vgl. Mein. Men. p. 281; μελαγχρῆ μᾶζαν, Polioch. bei Ath. II, 60 b, wie μάζης μελαγχρῆ μερίδα, Antiphan. ibd. IV, 161 a.

Greek Monolingual

μελαγχρής, -ές (ΑM)
μελάγχρους, μελαχρινός, μελαψός («εἴδομεν άνδρα μελαγχρῆ», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -χρής (< χρώς «επιδερμίδα»), πρβλ. αμβλη-χρής].