μνήστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μνήστωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br />μνηστευμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται [[κάτι]], αυτός που έχει [[κάτι]] στο [[μυαλό]] του<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ μνήστορες</i><br />(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνησ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>μνησ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>μνῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μιάσ</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=[[μνήστωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br />μνηστευμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται [[κάτι]], αυτός που έχει [[κάτι]] στο [[μυαλό]] του<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ μνήστορες</i><br />(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνησ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>μνησ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>μνῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. <i>μιάσ</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:16, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνήστωρ Medium diacritics: μνήστωρ Low diacritics: μνήστωρ Capitals: ΜΝΗΣΤΩΡ
Transliteration A: mnḗstōr Transliteration B: mnēstōr Transliteration C: mnistor Beta Code: mnh/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, A mindful of, τινος A.Th.180 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 196] ορος, ὁ, poet, = μνηστήρ, auch = eingedenk, ὀργίων μνήστορες ἔστε μοι, Aesch. Spt. 163.

Greek (Liddell-Scott)

μνήστωρ: -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ.

French (Bailly abrégé)

ορος;
adj. m.
qui pense à, qui se souvient de, gén..
Étymologie: μνάομαι.

Greek Monolingual

μνήστωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
μνηστευμένος
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται κάτι, αυτός που έχει κάτι στο μυαλό του
2. στον πληθ. οἱ μνήστορες
(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. -μνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τωρ (πρβλ. μιάσ-τωρ)].

Greek Monotonic

μνήστωρ: -ορος, ὁ (μνάομαι), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή κάτι, τινός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μνήστωρ: ορος adj. μνάομαι I] помнящий (πόλεος ὀργίων μνήστορες ἐστέ μοι Aesch.).

Middle Liddell

μνήστωρ, ορος, ὁ, μνάομαι
mindful of, τινός Aesch.