ψίθυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ψίθυρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σιγανή, συγκεχυμένη [[ομιλία]], [[μουρμούρισμα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο [[ψίθυρος]] τών φύλλων»)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ψιθυρίζει<br /><b>2.</b> (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα, άτονα<br /><b>3.</b> [[συκοφαντικός]] («τοιούσδε λόγους ψιθύρους πλάττων εἰς ὦτα φέρει πᾱσιν [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ψίθυρος]]<br />[[ψιθυριστής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψιθύρως]] Α<br />συκοφαντικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[ψιθυρίζω]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>psithyrus</i>].
|mltxt=ο / [[ψίθυρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σιγανή, συγκεχυμένη [[ομιλία]], [[μουρμούρισμα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο [[ψίθυρος]] τών φύλλων»)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ψιθυρίζει<br /><b>2.</b> (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα, άτονα<br /><b>3.</b> [[συκοφαντικός]] («τοιούσδε λόγους ψιθύρους πλάττων εἰς ὦτα φέρει πᾱσιν [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ψίθυρος]]<br />[[ψιθυριστής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψιθύρως]] Α<br />συκοφαντικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[ψιθυρίζω]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>psithyrus</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῐθῠρος Medium diacritics: ψίθυρος Low diacritics: ψίθυρος Capitals: ΨΙΘΥΡΟΣ
Transliteration A: psíthyros Transliteration B: psithyros Transliteration C: psithyros Beta Code: yi/quros

English (LSJ)

ον, A whispering, slanderous, λόγοι S.Aj.148 (anap.): as epithet of Aphrodite, Paus.Gr.Fr.330: as Subst., ψίθυρος, ὁ, = ψιθυριστής, whisperer, slanderer, Pi.P.2.75, Ar.Fr.167 (anap.), LXX Si.5.14, Plu.2.727d. Adv. -ρως App.Hann.46. 2 twittering, of birds, AP12.136; so of music, ψίθυρον εὐήθη νόμον Ar.Fr.671.

Greek (Liddell-Scott)

ψίθῠρος: [ῑ], -ον, ψιθυριστικός, συκοφαντικός, λόγοι Σοφ. Αἴ. 148. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ψίθυρος, ὁ, = ψιθυριστής, ὁ ψιθυρίζων κατά τινος, λοίδορος Πινδ. Π. 2. 136, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 213· ― Ἐπίρρ. -ρως Ἀπ. Καρχηδ. 46. 2) ἐπὶ πτηνῶν, Ἀνθ. Παλατ. 12. 136· μάλιστα ἐπὶ τῶν χελιδόνων, Πολυδ. Ε΄, 90· οὕτως ἐπὶ μουσικῆς, ψίθυρον εὐήθη νόμον Ποιητὴς ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. Σχολ. 11. (Πρβλ. ψεύδω).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui chuchote ; en mauv. part qui médit à voix basse, médisant.
Étymologie: DELG étym. fragile.

Greek Monolingual

ο / ψίθυρος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. σιγανή, συγκεχυμένη ομιλία, μουρμούρισμα
2. κάθε είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο ψίθυρος τών φύλλων»)
3. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που ψιθυρίζει
2. (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα, άτονα
3. συκοφαντικός («τοιούσδε λόγους ψιθύρους πλάττων εἰς ὦτα φέρει πᾱσιν Ὀδυσσεύς», Σοφ.)
4. το αρσ. ως ουσ.ψίθυρος
ψιθυριστής.
επίρρ...
ψιθύρως Α
συκοφαντικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ψιθυρίζω. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. psithyrus].

Greek Monotonic

ψίθῠρος: [ῐ], -ον,
I. ως επίθ., ψιθυριστικός, συκοφαντικός, σε Σοφ.
II. 1. ως ουσ., ψίθυρος, , = ψιθυριστής, αυτός που ψιθυρίζει, συκοφάντης, σε Πίνδ.
2. σούσουρο, λέγεται για πουλιά, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. λέξη).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψίθυρος -ον insinuerend:; λόγοι ψίθυροι insinuerende woorden Soph. Ai. 148; subst. kwaadspreker. Pind. kwetterend:. ὄρνιθες ψίθυροι kwetterende vogels AP 12.136.1.

Middle Liddell

ψῐ́θῠρος, ον,
I. whispering: slanderous, Soph.
II. as Subst., ψίθυρος, = ψιθυριστής, a whisperer, slanderer, Pind.
2. twittering, of birds, Anth. [Perh. formed from the sound.]