ψεύτης: Difference between revisions
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[ψεύτρα]] / [[ψεύστης]], θηλ. [[ψεύστρια]], ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, -εύστιδος, και [[ψεύστειρα]] Α<br />[[άτομο]] που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το [[ψέμα]] για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι [[είναι]] [[ψεύτης]]» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ<br />γ. «ψεῡσται τ' ὀρχησταί τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απατεώνας]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο [[κλέφτης]] είδε τον ψεύτη κι έφυγε» — ο [[ψεύτης]] [[είναι]] πιο [[επικίνδυνος]] κι από τον κλέφτη<br />β) «ο [[ψεύτης]] και ο [[κλέφτης]] τον πρώτο χρόνο χαίρονται» — ο [[ψεύτης]] και ο [[κλέφτης]] [[σύντομα]] αποκαλύπτονται<br />γ) «έχω μάρτυρα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» ή «ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» — επικαλούμαι τη [[μαρτυρία]] προσώπου που δεν [[είναι]] [[καθόλου]] αξιόπιστο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[ψευδής]], [[απατηλός]] («ψεύσταν λόγον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ψεύστης]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ψευσ</i> του [[ψεύδομαι]] ( | |mltxt=ο, θηλ. [[ψεύτρα]] / [[ψεύστης]], θηλ. [[ψεύστρια]], ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, -εύστιδος, και [[ψεύστειρα]] Α<br />[[άτομο]] που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το [[ψέμα]] για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι [[είναι]] [[ψεύτης]]» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ<br />γ. «ψεῡσται τ' ὀρχησταί τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απατεώνας]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο [[κλέφτης]] είδε τον ψεύτη κι έφυγε» — ο [[ψεύτης]] [[είναι]] πιο [[επικίνδυνος]] κι από τον κλέφτη<br />β) «ο [[ψεύτης]] και ο [[κλέφτης]] τον πρώτο χρόνο χαίρονται» — ο [[ψεύτης]] και ο [[κλέφτης]] [[σύντομα]] αποκαλύπτονται<br />γ) «έχω μάρτυρα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» ή «ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» — επικαλούμαι τη [[μαρτυρία]] προσώπου που δεν [[είναι]] [[καθόλου]] αξιόπιστο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[ψευδής]], [[απατηλός]] («ψεύσταν λόγον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ψεύστης]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ψευσ</i> του [[ψεύδομαι]] ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἐψευσάμην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>, ενώ τα θηλ. έχουν σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>τρια</i> / -<i>τις</i> / -<i>τειρα</i>. Το νεοελλ. [[ψεύτης]] έχει σχηματιστεί από το αρχ. [[ψεύστης]] με (ανομοιωτική) [[αποβολή]] του -<i>σ</i>-]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, -εύστιδος, και ψεύστειρα Α
άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ
γ. «ψεῡσται τ' ὀρχησταί τε», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. απατεώνας
2. παροιμ. α) «ο κλέφτης είδε τον ψεύτη κι έφυγε» — ο ψεύτης είναι πιο επικίνδυνος κι από τον κλέφτη
β) «ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται» — ο ψεύτης και ο κλέφτης σύντομα αποκαλύπτονται
γ) «έχω μάρτυρα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» ή «ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» — επικαλούμαι τη μαρτυρία προσώπου που δεν είναι καθόλου αξιόπιστο
αρχ.
ως επίθ. ψευδής, απατηλός («ψεύσταν λόγον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψεύστης < θ. ψευσ του ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην) + κατάλ. -της, ενώ τα θηλ. έχουν σχηματιστεί με επίθημα -τρια / -τις / -τειρα. Το νεοελλ. ψεύτης έχει σχηματιστεί από το αρχ. ψεύστης με (ανομοιωτική) αποβολή του -σ-].