ψεύστρια
German (Pape)
[Seite 1396] ἡ, lem. zu ψεύστης (?).
Greek Monolingual
ψεύτης, ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῦστις, ψεύστιδος, και ψεύστειρα Α
άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῦσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ
γ. «ψεῦσται τ' ὀρχησταί τε», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. απατεώνας
2. παροιμ. α) «ο κλέφτης είδε τον ψεύτη κι έφυγε» — ο ψεύτης είναι πιο επικίνδυνος κι από τον κλέφτη
β) «ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται» — ο ψεύτης και ο κλέφτης σύντομα αποκαλύπτονται
γ) «έχω μάρτυρα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» ή «ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» — επικαλούμαι τη μαρτυρία προσώπου που δεν είναι καθόλου αξιόπιστο
αρχ.
ως επίθ. ψευδής, απατηλός («ψεύσταν λόγον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψεύστης < θ. ψευσ του ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην) + κατάλ. -της, ενώ τα θηλ. έχουν σχηματιστεί με επίθημα -τρια / -τις / -τειρα. Το νεοελλ. ψεύτης έχει σχηματιστεί από το αρχ. ψεύστης με (ανομοιωτική) αποβολή του -σ-].