ἀκρόπους: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκρόπους]] (-οδος), ο (Α)<br />το [[άκρο]] του ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]<br />η λ. [[αντί]] του [[ἄκρος]] [[πούς]], | |mltxt=[[ἀκρόπους]] (-οδος), ο (Α)<br />το [[άκρο]] του ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]<br />η λ. [[αντί]] του [[ἄκρος]] [[πούς]], [[πρβλ]]. και [[ἀκρόχειρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκροπόδιον]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A extremity of leg, i.e. foot, Ptol.Alm.7.5, al., Pall.in Hp.Fract.12.285 C.: pl., PMag.Leid.W.18.37; trotters, Aret.CA1.10.
German (Pape)
[Seite 84] οδος, ὁ, Fußspitze, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόπους: ὁ, τὸ ἄκρον τοῦ ποδός, ἀνώμαλος λέξ. ἀντὶ τοῦ ἄκρος πούς, ἐν Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 285, ἴδε Λοβ. Φρύν. 603, πρβλ. ἀκρόχειρ.
Spanish (DGE)
-ποδος, ὁ
1 punta del pie Ptol.Alm.7.5, Steph.in Hp.Fract.53.5
•de una estatua, Paus.2.4.1.
2 remos, patas anteriores Aret.CA 1.10.9.
Greek Monolingual
ἀκρόπους (-οδος), ο (Α)
το άκρο του ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πούς
η λ. αντί του ἄκρος πούς, πρβλ. και ἀκρόχειρ.
ΠΑΡ. ἀκροπόδιον.